Η δημοσιογράφος που υπογράφει το ρεπορτάζ εκθειάζει τις προσπάθειες και τη συμπεριφορά των κατοίκων που προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο των ανθρώπων που καταφθάνουν κατά χιλιάδες στο νησί.
«Στο ελληνικό νησί της Λέσβου, δύο κόσμοι συγκρούονται. Κάθε μέρα αυτό το καλοκαίρι, οι παραθεριστές έρχονται αντιμέτωποι με το νέφος των αιματηρών εμφυλίων πολέμων της Ανατολής που φέρνουν καραβιές προσφύγων στις παραλίες της Ευρώπης», γράφει η Laura Padoan.
Σημειώνει ότι η Ελλάδα είναι τώρα στην πρώτη γραμμή της Ευρώπης, με χίλιες περίπου νέες αφίξεις κάθε ημέρα, οι μισές εκ των οποίων αφορούν στα λεσβιακά παράλια.
Αναφερόμενη στους ταλαιπωρημένους και διωγμένους από το τόπο τους ανθρώπους που φτάνουν στο νησί τονίζει ότι κάνουν αυτό το ταξίδι γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή. «Οι περισσότεροι είναι από τη Συρία, άλλοι από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Σομαλία και την Ερυθραία - πρόσφυγες από τον πόλεμο, τις διώξεις, τη βία και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η απόγνωση και ο φόβος τους οδηγούν».
Όπως λέει η Padoan, «είδα μια γυναίκα 71 ετών, την κόρη της και την οκτώ εβδομάδων εγγονή της να διασώζονται από ένα διάτρητο φουσκωτό με 40 άτομα. Αυτό που ωθεί τους ανθρώπους αυτούς στο δύσκολο ταξίδι προς την Ευρώπη είναι η γνώση ότι αυτό που αφήνουν πίσω τους είναι πολύ χειρότερο». Ανάμεσά τους και ο 24χρονος Σάμι απόφοιτος της επιστήμης των υπολογιστών από το Χαλέπι, είναι ένας από τους πρώτους που έφτασαν την αυγή από την Τουρκία. "Οι λαθρέμποροι μας είπαν ότι το ταξίδι θα ήταν ασφαλές. Αλλά…γνωρίζαμε ότι ήταν επικίνδυνο και δεν θέλαμε να μπούμε στη βάρκα. Μας απείλησαν με όπλα, μας έριξαν στο φουσκωτό και μας έσπρωξαν στο νερό». «Ήταν απόλυτο σκοτάδι. Μετά από 20 λεπτά το νερό άρχισε να χτυπάει τη βάρκα. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε, ήταν ακόμα τόσο μακριά και η θάλασσα ήταν ταραγμένη. Έπρεπε να κρατήσουμε τα παιδιά να μην βραχούν. Απλά δεν θέλαμε να πεθάνουν τα παιδιά. Μέχρι τη στιγμή που η ελληνική ακτοφυλακή έφτασε η βάρκα είχε σχεδόν εξ ολοκλήρου ξεφουσκώσει. "Ήμασταν μόνο πέντε εκατοστά πάνω από το νερό. Ήμασταν τόσο κοντά στο θάνατο. ", λέει.
Στη συνέχεια η αρθρογράφος αναφέρεται στο κύμα εθελοντισμού από τους κατοίκους του νησιού για να βοηθηθούν οι πρόσφυγες, σε μικρά χωριά με περιορισμένους πόρους αλλά τεράστια γενναιοδωρία. Η Μελίντα, ιδιοκτήτρια ταβέρνας στο Μόλυβο, ξοδεύει 100 ευρώ την ημέρα για να δώσει φρούτα στα παιδιά που διασώθηκαν από την ακτοφυλακή. Η Δάφνη, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Βότσαλα στη Θερμή, διοργανώνει αγώνες ποδοσφαίρου και μαθήματα μαγειρικής με τους πρόσφυγες και τους παραθεριστές. «Είναι μια κρύα σταγόνα σε μια καυτή πέτρα, απλά μια ταπεινή συνεισφορά», λέει ένας από τους εθελοντές. Ο καθένας λέει πως αισθάνεται ότι η συμβολή του είναι μικρή.
Η αρθρογράφος αναφέρεται και στην ΜΚΟ «Αγκαλιά» του παπά-Στρατή και στον Γιώργο που σφουγγαρίζει το πάτωμα στο καταφύγιο προσφύγων στην Καλλονή. Έχει τελειώσει πρόσφατα το διδακτορικό του, και εργάζεται με μερική απασχόληση στο χασάπικο της οικογένειας του για να στηρίξει τη σύζυγο και το γιο του. Ο Γιώργος μιλά για τους κουρασμένους πρόσφυγες που φτάνουν στο καταφύγιο. «Πολλοί άνθρωποι φτάνουν σε κακή κατάσταση. Έχουν υποστεί βασανιστήρια από τους λαθρεμπόρους στην Τουρκία. Έχω δει ανθρώπους με γάγγραινα και τρομερές πληγές. Έχω τραβήξει αγκάθια αχινού από χίλια πόδια, και τα έχω τρίψει με ελαιόλαδο. Στη Λέσβο έχουμε εκατοντάδες τάφους που απλά λένε «αφγανός 54», «55 αφγανή» ... Είναι ένα νέο ολοκαύτωμα». »Ανησυχούν για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και για το αν θα πέσει η κυβέρνηση. Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι πλούσιοι, αλλά αυτό που έχουν, που μοιράζονται», γράφει η Παντόαν. "
»Για μένα, το λαμπρό παράδειγμα της ελπίδας και της ελευθερίας στη Λέσβο δεν είναι το άγαλμα της αλλά οι πολίτες της. Οι νησιώτες που δεν ξέρουν τι θα συμβεί με την οικονομική κρίση, αλλά εξακολουθούν να νοιάζονται για τους πρόσφυγες. Στη μέση αυτής της ελληνικής τραγωδίας, εκείνοι είναι οι επικοί ήρωες», καταλήγει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε για το σχόλιό σας