Μιλάμε, γράφουμε, κριτικάρουμε, συμφωνούμε ή διαφωνούμε και σχεδόν πάντα στο επίκεντρο της κουβέντας μας είναι οι «από πάνω». Οι πολιτικές ελίτ που κυβερνούν. Οι ολιγάρχες που εξουσιάζουν. Οι γραφειοκράτες που διοικούν. Εκείνοι που «κινούν τα νήματα» και οι άλλοι που «αποφασίζουν».
Ωραία. Αλλά εκτός από τους «από πάνω» υπάρχουν και οι «από κάτω». Οι πολλοί. Που για ό,τι γίνεται από τους «από πάνω» έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης. Με αυτούς τι γίνεται; Τί γίνεται ειδικά με εκείνους που αδιαφορούν «από άποψη» για ό,τι συμβαίνει γύρω τους; Που η δική τους αδιαφορία μεγαλώνει τα βάρη στην πλάτη των υπολοίπων;
Ο λόγος στον Αντόνιο Γκράμσι:
Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει.
Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί.
Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.
Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τις φλέβες τους.
Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους.
Αντόνιο Γκράμσι - 11 Φεβρουαρίου 1917»
*
Ίσως ο λόγος του Γκράμσι να φαίνεται τραχύς. Ίσως εκείνο το «μισώ» να ακούγεται «βαρύ» και να χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για να μην σταθεί κανείς στο περιεχόμενο, στην ουσία των όσων λέει. Αν πρέπει να διαφυλαχτεί η ουσία, ας μας επιτραπεί, λοιπόν, η αυθαιρεσία. Ας αλλάξουμε τη λέξη «μισώ» κι ας την αντικαταστήσουμε με το «λυπάμαι», με το «θλίβομαι», με το «αγανακτώ», με το «απορώ» ακόμα. Και η ουσία είναι πως όσα συμβαίνουν γύρω μας θα συνεχίσουν να συμβαίνουν όσο θα βασιλεύει η μοιρολατρία, η αμεριμνησία και η απουσία από το προσκήνιο της Ιστορίας εκείνων που θα μπορούσαν να «αποτρέψουν το κακό που πέφτει πάνω σε όλους».
Ας είμαστε, λοιπόν, ειλικρινείς: Αρκετά χαϊδέψαμε εαυτούς και αλλήλους για την «βαρεμάρα» μας. Για τον «αφ’ υψηλού» μας λήθαργο. Για την συγκαλυμμένη εκείνη αδιαφορία, που παριστάνει την πολιτικά και κοινωνικά «ψαγμένη» στάση.
Αυτό λέει ο Γκράμσι. Το ίδιο ακριβώς που λέει κι ο δικός μας, ο μεγάλος Μενέλαος Λουντέμης:
«Αν ήρθες σε αυτό τον κόσμο για να μετρήσεις τα χρόνια σου και να ζήσεις μια φρόνιμη ζωή δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε. Τους φρόνιμους δεν τους πειράζει κανείς. Μα αν είναι να χαθεί κάποτε ο κόσμος θα χαθεί από τους φρόνιμους. Γιατί αυτοί κάναν τους ισχυρούς ισχυρότερους».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε για το σχόλιό σας