Γράφει η Μαρία Καραπιπέρη
......Χρόνια μετά τις Τρίτες,της γιορτής της μπουγάδας,η οδός Αλατσάτων,η μεσαία οδός του προσφυγικού συνοικισμού,στέκει εκεί....
......Χρόνια μετά τις Τρίτες,της γιορτής της μπουγάδας,η οδός Αλατσάτων,η μεσαία οδός του προσφυγικού συνοικισμού,στέκει εκεί....
Κρατά στο μικρό της μήκος και πλάτος (τρείς δρασκελιές του Κωνσταντή του ναυτεργάτη) της προσφυγιάς, τις ανάγκες,τις χαρές, τις λύπες,τις ζωντανές τους ιστορίες...
Σήμερις που μιλάμε έχουν προστεθεί κι άλλοι πρόσφυγες και μετανάστες,ακούς τις μανάδες να φωνάζουν ονόματα όπως Αλί,Φατμέ,Αλμπάνα, Σπετίμ,Αγκελέιντα. Το ξυποληταριό το ίδιο πάντα είναι,άντε λίγο πιο ξανθό,λίγο πιο μελαχρινό,αντί για σκούπες έχουν τάπες,rollers,ή skateboards,και mountainbikes.....!
Η Σουλτάνα εδώ μένει ακόμα,στο τριόροφο που αντικατέστησε το χαμηλό προσφυγικό σπιτάκι,με τον Κωνσταντή και τα παιδιά τους. Ο χαμηλός συντελεστής δόμησης μας γλύτωσε απο τις άγριες ορέξεις των εργολάβων που θ' αμόλαγαν τις μπουλντόζες τους ,θεριά ανήμερα,να μας κατασπαράξουν να μη μείνει μουριά για μουριά και αυλή γι'αυλή στη γειτονιά...
Η Τασούλα εδώ κι αυτή,η Αργυρώ η κουμπάρα επίσης,η Μαλάμω με τον Νικόλα τον άντρα της τον κουκουέ εδώ κι αυτοί, ευτυχώς.... Η Βιολέττα ,το γνωστό μας σκατοκούταλο,φάτσα κάρτα απέναντί μου στα σκαλοπάτια με την καρεκλίτσα της,από τις πέντε το απόγιομα μέχρι αργά το βράδυ που κλείνουν τα μάτια της και της φωνάζει η Τασούλα: "Αει μαρή ανέβα να πέσεις,κι αύριο μέρα είναι να ξομπλιάσεις,που "κακοχροναμηνέχεις'' αναμικιόρα... Όλες όμορφες με λουλακί μπλέ μαλλί ίδια βαφή που τους περνάει κάθε τόσο η Κικίτσα, η κομμώτρια, της Ανέττας, η κόρη.....Γιατί όπως λέει και η ίδια η Ανέττα η γυναίκα πρέπει να είναι ''Κουκέτα''.....!
Στις πίσω αυλές τώρα έχει μπάρμπεκιου, οι μυρωδιές των ψητών,τα Σαβ/κα,μπερδεύονται με τις μυρωδιές του κάρυ και των μπαχαρικών της κουζίνας του Αλί και της Αλίσα... Ο Αλί μένει δίπλα μου ,μεσοτοιχία στο χαμηλό προσφυγικό της Φωφώς που έφυγαν πριν χρόνια για το νησί του άντρα της. Μου'μαθε να φτιάχνω κοτόπουλο με κάρυ και χούμους από ρεβύθια,και του΄δειξα να φτιάχνει Ιμαμ Μπαιλντί και γεμιστά με δυόσμο και πλιγούρι...
Τα καλύτερα φιλαράκια έχουμε γίνει,μου'φερε πασουμάκια χρυσά όταν πήγε την τελευταία φορά στην πατρίδα του, το Μπαγκλαντές. Ο μπάρμπα - Νικόλας του΄πε να πάει να γραφτεί στο σωματείο,του μαθαίναμε ελληνικά ,να ξέρει να διαβάζει τα δικαιώματά του,κι έμαθε να με φωνάζει Μαράκι...
Μου αρέσει να με φωνάζουν Μαράκι,μου θυμίζει το ξυποληταριό,τις φωνές,την ξεγνοιασιά μου,τους έρωτές μας,το Γιώργο της κυρά Σοφίας.....
Παρασκευή σήμερα,σκέφτομαι: Θα ξεκουραστώ λίγο,θα πιώ καφεδάκι με τον μπαρμπα-Νικόλα (τον σύντροφο όπως προτιμά να τον προσφωνώ)στο πεζούλι του,θα πεταχτώ να ρίξω και μια ματιά στην κυρά -Σοφία και μετά θα την αράξω στη βεράντα,ν' ακούσω μουσική,να διαβάσω,θα γυρίσουν και τα παιδιά να φάνε... Χαλάστηκα πάλι με την κυρά Βιολέττα,μόλις με δεί να μουρμουρίζει: Η ζωντοχήρα... Μαίρη με λένε καλέ!! Ωχου μωρέ ποιός αδειάζει να ανοίξει λογαριασμούς με το σκατοκούταλο. Αλλά πολύ θα το'θελα ν' απαντήσω.....
Πέρασε η ώρα και δεν ξέφυγα απο το πρόγραμμά μου,και τα παιδιά γύρισαν,γέμισε ''επανάσταση'' το σπίτι .Πέρασα να καλησπερίσω και την κυρά- Σοφία.
-Ήρθες Μαράκι μου ,να μου χαμογελάσεις,να σε χαρώ! Ο Θεός να σ'έχει καλά κι εσένα και τα παιδιά σου, που με νοιάζεσαι,παράπονο δεν έχω,με φροντίζει η Τατιάνα,τίποτις δε μου λείπει,μόνο το παιδί μου ,ο Γιώργης μου. Να διές μάρω μου τι βρήκα: Μια φωτογραφία σας,εδώ που σου μαθαίνει κιθάρα,θυμάσαι;
Αχ μωρέ αγαπημένη μου κυρά- Σοφία ,τι το΄θελες;
-Μα πόσο είσαι εδώ κόρη μου ; Ούτε 15 χρονώ δεν είσαι..κι ο Γιώργης μου φοιτητής!
Σφίγγει την φωτογραφία και την παίρνει ο ύπνος,ευτυχώς δεν με είδε να δακρύζω...
Αλαφροπατώντας βγαίνω στο μπαλκόνι και πηδάω τη μεσοτοιχία....
Βρήκα την κιθάρα μου,προσπαθώ να θυμηθώ το ακοπανιαμέντο να ''εκτελέσω'' (στην κυριολεξία) εκείνο το μοναδικό τραγούδι που μου΄μαθε ο Γιώργος της κυρά-Σοφίας...
''Η πλατεία ήταν γεμάτη,με το νόημα που'χε κάτι απ'τις φωτιές'' Το μυαλό μου με ταχύτητα κινηματογραφική γυρνάει πίσω....
Είμαι δεν είμαι 7 χρονών,στη στέρνα του μπάρμπα- Μιχάλη,όλο αγόρια κι εγώ. Μαζεύουμε βατράχια,κι ο Γιώργος μ'έχει χρίσει βοηθό του, κρατάω τον κουβά δίπλα του!! Θα τα πάμε πεσκέσι το βράδυ στο παραθύρι της Βιολέττας κι αυτή θα φωνάζει: "Ουστ απ'εδώ κακορίζικα,μανάδες δεν έχετε να σας ορμηνέψουν; Αλλά καλές είναι κι ελόγου τους..!"
Γελάω μόνη μου ,μόλις είχα πάρει την εκδίκησή μου για όλες τις φορές που ψιθύριζε: Η ζωντοχήρα...
Αχ! Τώρα απ΄τα πόδια μου τρέχουν αίματα,το φτερό του ποδηλάτου μου έσκισε την γάμπα. Αγγίζω το σημάδι μου και θυμάμαι,το ξυποληταριό να με γυρίζει σύσσωμο στο σπίτι κι ο Γιώργος όπως πάντα στο πλευρό μου να μου ψιθυρίζει: Αντέχεις ρε αλάνι; Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου αλλά τα ''στουμπάω'' ,γιατί δεν κλαίνε οι άντρες ούτε τα κορίτσια που είναι παλληκάρια...Μετά έμαθα πως κλαίνε μόνο οι άντρες και τα κορίτσια που είναι παλληκάρια.....
Η μάνα μου πάλι είχε άλλη γνώμη!
-Αχ μοίρα μου κακό που βρήκε πάλι,μα δεν έχω κόρη εγώ,τον λήσταρχο Νταβέλη έχω! Μα τι δουλειά έχεις με τ' αγόρια καλέ; Δεν έχει κορίτσια η γειτονιά να παίζεις; Μες το χώμα είσαι παιδάκι μου!!!
Ούτε να φοβηθώ τη μάνα μου δεν πρόλαβα....
-Έλα κυρά-Μαρίνα μη τη μαλώνεις,σάματις το΄θελε; Να πω του πατέρα μου να την πάμε στο φαρμακείο με τ'αμάξι;
-Ναι βρε Γιώργο μου να σε χαρώ,άντε τα'χασα κι εγώ άμα την είδα μες τα αίματα... 'Ελα Μαίρη μου να σου πλύνω το πρόσωπο κάτσε ,έρχεται τώρα ο Γιώργος με τον Κυρ- Αλέκο......!
Τρία ράμματα παράσημο είχα στη γάμπα ,ούτε ο Τάκης της κυρά-Κούλας που ΄τανε αγόρι και ζωηρός δεν είχε τέτοιο παράσημο... Και παίζανε όλοι μπροστά στο σπίτι μου για μια βδομάδα..τρελλαινόταν η Βιολέττα απ'τις φωνές,έβρισκε και τον μπελά της απ'τον Γιώργο!
-Και που να πάμε κυρά- Βιολέττα δεν γίνεται είναι το Μαράκι χτυπημένο.....
Μα που θα μου πάει,θα το θυμηθώ το ακοπανιαμέντο να το παίξω το τραγούδι,όπως τότε στην απεργία πείνας που έκανε ο δήμαρχος κι εμείς απ'έξω απ΄την σκηνή του κάθε βράδυ ανάβαμε φωτιές και τραγουδούσαμε....
Έκανα πρόβες στο μπαλκόνι, καλή ώρα, να το μάθω ,βγήκε ο Γιώργος από δίπλα και μου είπε:
Δεν λέω οτι έχεις την πιο ωραία φωνή,αλλά έχεις τα πιο ωραία μελαγχολικά μάτια που έχω δεί! Άντε μικράκι πες της μάνας σου πως θα είσαι μαζί μου...Ήμουνα 14 χρονών κι ο Γιώργος φοιτητής στο ΑΠΘ στο μαθηματικό τριτοετής...
Εκείνο το βράδυ δεν πήγαμε στις φωτιές,με πήγε βολτα με ο μηχανάκι του,βλέπαμε τη θάλασσα,μου΄λεγε για τη Θεσ/νίκη,τι όμορφη πόλη που είναι,μού'λεγε για τις δουλειές που έκανε εκεί,οτι έβρισκε και γκαρσόνι και οικοδομή,για τις γενικές συνελέυσεις και τους αγώνες των φοιτητών,στο τέλος με κοίταξε στα μάτια και είπε:
''Γαμώτο μια Χούντα χρόνια σου ρίχνω",με φίλησε απαλά στο στόμα ,σήκω να σε πάω σπίτι σου μικράκι...
Έχω αγκαλιάσει την κιθάρα τα δάκρυα μου την πλένουν,θα σκεβρώσει στο τέλος,(τον Γιώργο είχε πάρει μαζί του ο πατέρας στα γενέθλιά μου να την αγοράσουν,επειδή ήξερε) ,απολαμβάνω στην μοναξιά μου τ'ανείπωτα μυστικά της εφηβείας κι ακούω μια φωνή:
- Έχεις τα πιο όμορφα μελαγχολικά μάτια που έχω δεί ,η φωνή δεν ξέρω αν βελτιώθηκε....
Στη μεσοτοιχία στο τοιχάκι της βεράντας,στο μισοσκόταδο της λάμπας του δρόμου, στέκεται η φωνή. Γυρίζω ξαφνιασμένη κι αντικρύζω τη φιγούρα ενός αγνώστου στη βεράντα της κυρά-Σοφίας.
-Καλησπέρας σας!
-Μη μου μιλάς στον πληθυντικό ρε Μαράκι! Μόνο ''μια χούντα χρόνια σου ρίχνω''!
-Γιώργο!! Απλώνω το χέρι μου να κάνουμε χειραψία αλλά είναι τόσος ο ενθουσιασμός μου που χωρίς να το σκεφτώ πηδάω δίπλα όπως ήμουν,ξυπόλητη με την ελαφρια καλοκαιρίνη πυτζάμα μου,άλλωστε αυτός είναι ο φίλος μου ο Γιώργος,ο σύντροφος των παιδικών μου χρόνων,ο ήρωάς μου!
Φιλιά σταυρωτά,γέλια,αγκαλιάσματα ,ακολουθούν και βλέμματα που προσπαθούν να κρατήσουν σε μια στιγμή όσα ο χρόνος τους στέρησε. Έχει μακριά μαλλιά,πιασμένα σε κοτσίδα,ασημένια(τι ωραίο χρώμα)και γένια γκρίζα κοντά..(όμορφος που έγινε) Η μάνα του φωνάζει από μέσα:
Ήρθε Μάρω μου το παιδί μου και δεν θα μου ξαναφύγει πια. Μπάινω να της μιλήσω και νοιώθω το βλέμμα του Γιώργου να με εξετάζει προσεκτικά!
''Η μάνα μου είπε πως έχει τρία παιδιά ,μα το Μαράκι μόνο λίγα κιλά παραπάνω απ'όσο τ'άφησα έχει ,εκεί που πρέπει,σκέφτεται και χαμογελάει επιδοκιμαστικά..Αλλά τα μαλλιά της,κοντό καρέ,(πολύ μοντέρνο) Θυμάμαι που ήταν μακριά ως τη μέση της. Τα ΄πιανε αλογοουρά και κοτσιδάκια.'' Χαμογελάει σαν θυμάται και την τελευταία σκέψη την λέει φωναχτά!
-Ρε ξυποληταριό,ακόμα ξυπόλητη γυρνάς;Και γελάει δυνατά!
-Γέμισε το σπίτι μου γέλια κι ομορφιές,μουρμουρίζει η κυρά -Σοφία δακρυσμένη..
-Καλως τα δέχτηκες κυρα-Σοφία!
- Μάνα θέλεις να κοιμηθείς να ησυχάσεις απόψε κι αύριο μέρα είναι,εδώ θα΄μαι μαζί σου όλη μέρα!
-Ναι Γιώργο μου,ναι παιδί μου πηγαίνετε να τα πείτε με το Μαράκι κι εγώ θα κοιμηθώ.
-Γιώργο θέλεις να έρθεις σπίτι μου,να πιούμε κάτι,μήπως πεινάς,από που έρχεσαι;
-Πολλές ερωτήσεις μαζί έριξες ρε Μαράκι,αλλά σου λέω ναι σε όλες,θα πηδήξουμε από το μπαλκόνι ρε αλάνι ή θα μπούμε σαν άθρωποι από την πόρτα;
-Άκου αθρώποι! Ωραίος καθηγητής είσαι ρε!
-Μη με λες ρε καθηγητή εσύ,θα σου σβουρίξω φάπα!
-Θα πηδήξουμε ή δεν μποράτε Κε καθηγητά;
Θυμάται την τελευταία φορά που τον πείραζε και τον προσφωνούσε κοροιδευτικά έτσι.
-Έμεινα για τον Σεπτέμβρη στα μαθηματικά ρε Γιώργο,θα το πείς εσύ στη μάνα μου; Είναι αυτή η καθηγήτρια,η αντιδραστική που σου΄λεγα. Αυτή που με είδε στον ηλεκτρικό να πουλάω Οδηγητή και με σταμπάρισε...Έλα ρε Γιώργο να το πούμε μαζί πως θα μου κάνεις μαθήματα και θα περάσω. Θα με κλείσει μέσα όλο το καλοκαίρι. 'Ελα ρε σε παρακαλώ θα σου πλένω το μηχανάκι όποτε θες...
-Πώς τα κατάφερες έτσι ρε συντροφάκι;(τώρα είχαν γίνει και συντροφάκια). Άντε ρε κομμάτια να γίνει.. Μα άμα δεν γράψεις καλά θα πέσει η φάπα σύννεφο,στο λέω ξηγημένοι!
Και γέλιο έπεφτε πολύ τα μεσημέρια που κλείνονταν στη σάλα για το μάθημα,αλλά φρόντιζε ο Γιώργος να ετοιμαστεί το μικράκι για τις εξετάσεις...
Ένα μεσημέρι άκουγαν την κυρά - Πόπη να ξεφωνίζει στην αυλή της: ''Βρε Σωτήρηηηηηη μπές βρε να κάνεις μπάνιο,βρωμάνε βρε τα πόδια σου,θα σου φέρω την αστυνομία βρε!" "Άσε μας ρε μάνα!"Απαντούσε ο Σωτήρης!
Νευρικό γέλιο το έπιασε το Μαράκι:'' Ρε τέλειωνε ρε να κάνουμε μάθημα...''
-Γιατί τι θα μου κάνετε κε καθηγητά; Θα μου φέρετε την αστυνομία;
-Ρε μη με λές εσύ κε καθηγητά;
-Γιατί τι θα μου κάνετε κε καθηγητά;
Πιάνει κι ο Γιώργος με τις χερούκλες του το πρόσωπό της και της κλείνει το στόμα μ' ένα σβουριχτό φιλί,που όταν άνοιξε τα μάτια της,δεν απομακρυνόταν από το πρόσωπό του,στήλη άλατος το Μαράκι....
Μια χαρά μάθημα έκαναν μετά,ούτε μειδίαμα,μόνο ο Γιώργος χαχαχανιζε μες την καρδιά του,στο τέλος πάλι της είπε'' Γαμώτο μια χούντα χρόνια σου ρίχνω''....
-Στάσου να φωνάξω τα παιδιά να κατέβουν να σε γνωρίσουν.
Κοιτάζει ο Γιώργος γύρω του το σπίτι της..παντού φωτογραφίες,των παιδιών,του γάμου,των γονιών,της γειτονιάς και μια δικιά τους στο ταρατσάκι του Νώντα που της μαθαίνει κιθάρα,τα μαλλιά της μέχρι τη μέση της..Μια ζέστη ήρθε κι αγκάλιασε τη καρδιά του και της το'πε...
-Πολύ ζεστό το σπίτι σου μικράκι....
-Πώς με είπες;
Κοιτάζονται χωρίς να της απαντά! Μια στιγμή μονάχα!
-Περίμενε να φωνάξω τα παιδιά!
Σε λίγο κατεβαίνουν δυό κορίτσια με μαλλιά μεχρι τη μέση κι ένας νεαρός με καρέ..
-Όμορφα παιδιά έχεις Μαράκι σα να βλέπω εσένα!
-Να σας συστήσω!
-Παιδιά ο Γιώργος ο Δαούτογλου.ο γιός της κυρά Σοφίας!
-Γιώργο μου ,η Δανάη,ο Αντώνης,και η Μαρίνα!
Η μικρότερη του σκάει και δυό φιλιά,η μεγάλη του χαμογελά πλατιά και λέει:
-Η μαμά μας έχει πει τα πάντα για σας,πόσο χαίρομαι που σας γνωρίζω...
Ο νεαρός χαμογελά και δηλώνει κι αυτός πως είναι σα να τον ξέρει....
-Θα ετοιμάσω κάτι στα γρήγορα να φάμε...
-Ρε Μαράκι καλύτερα θα έλεγα αν θέλεις κι εσύ να πάμε βόλτα,έχω τόσο καιρό να μυρίσω Πειραιά,Καστέλλα,πολύ θα ήθελα να βρεθώ στα μέρη αυτά!! Αν βέβαια είναι εντάξει τα παιδιά να μείνουν μόνα τους;
-Μα ναι όλα εντάξει,φωνάζουν τα παιδιά,να πάτε ,να πάτε,άλλωστε αν χρειαστούμε κάτι είναι κι ο παππούς ο Νικόλας,αν χρειαστούμε κάτι τον ειδοποιούμε!
-Ο δικός μας ο Νικόλας Μαράκι; Ο σύντροφος;
Ναι του λέει και δείχνει συγκινημένος....
-Ωραία τότε...Πάω να καληνυχτίσω ,να ενημέρωσω την Τατιάνα,ετοιμάσου εσύ και σε περιμένω κάτω...
Και τώρα; Τι να βάλει; Τι θα φόραγε το Μαράκι; Τι θα φόραγε η Μαίρη της εργασίας,του σωματείου,του αγώνα; Σκέφτεται την κουβέντα που είχε με τη φίλη της την Ιωάννα:
''Βρε Ιωάννα μου, να δεν είναι που θέλω να είμαι μόνη,έτσι κι αλλιώς συνήθισα να είμαι μόνη,και στο γάμο μου μόνη ήμουν,αλλά δεν μου κάιγεται καρφί αν αρέσω, δεν με νοιάζει κι όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε άντρες δεν θαυμάζω κανέναν,ο εαυτός μου μ'έχει απογοητεύσει...''
''Ο πανδαμάτωρ χρόνος θα κάνει το θαύμα του , θα το καταλάβεις...θα βάλεις τα μεταξωτά και θα φυσάει κα θα'χεις πεταλούδες στο στομάχι.....''
Δίκο έχει η Ιωάννα, να βάλει τα μεταξωτά και να φυσάει; Μα τώρα εκείνη είναι το Μαράκι που είναι 14,15,16 το πολύ...Είναι το αλάνι ,το μικράκι,το συντροφάκι...Ας κάνουμε λοιπόν συνδυασμό: Τζήν σκισμένο σαν αλάνι,μεταξωτό διάφανο σαν γυναίκα θελκτική και παπούτσια ψηλοτάκουνα γιατί δεν είναι πια μικράκι..Κι όλα αυτά πολύ γρήγορα...
-Για να σε δω λέει η Δανάη. Καλή είσαι και της κλείνει το μάτι!
-Τα σπάς μάνα, την πειράζει ο Αντώνης!
-Βάψου κιόλας καλέ! Συμπληρώνει το Μαρινάκι!
Τον βρήκε να την περιμένει στη μηχανή του...
Κράνος έχω της κόρης μου της Σοφίας,την άφησα στη Θεσ/νίκη να δεί τη μάνα της,μαζί γυρίσαμε,θα στα πω..Ανέβα να φύγουμε Μαράκι!
-Α! Καλά δε σου πέρασε μικράκι με τις μηχανές...στην κληρονόμησα την πετριά;
Πόσο γνώριμες κινήσεις ,κουβέντες,σα να βλέπονταν χρόνια....και το καλύτερο: Τον κρατά από τη μέση ,δεν τη ρωτάει που θα πάνε,ξέρει αυτός,σα να μην έλειπε ποτέ!
-Τι θα πιείς; Τη ρωτάει..
-Τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο
-Αντέχεις ρε αλάνι ή θα σε κουβαλάω;
-Καλά δε βλέπεις πόσο μεγάλωσα; Κοτζάμ κοπέλα έγινα!
-Όχι ,δεν βλέπω ,την κοιτά μέσα στα μάτια...
Από που ν'αρχίσουν ; Ν' αρχίσουν να λένε για τους γάμους τους; Γιατί χώρισαν; Τι έφταιξε; Ποιός έφταιξε; Ώχου όχι καλύτερα,σήμερα είναι μέρα χαράς!
Για λίγο δεν μιλάνε κοιτάζουν την θάλασσα και σε λίγο ξεκινάνε με την ίδια λέξη ταυτόχρονα: Θυμάσαι;
-Τι;
-Πες εσύ!
-'Οχι πές εσύ!
-Καλά,θυμάσαι την εκδρομή με τον πολιτιστικό σύλλογο στην Επίδαυρο που είδαμε την Ειρήνη του Αριστοφάνη;
-Την παράσταση την θυμάμαι,μετά δεν θυμάμαι τίποτα...
-Αφού έγινες κουρούμπελο ρε απ'τα ούζα...
-Αφού είχες μαζί τη Μαργαρίτα...(ωχ τι το'θελε και το'πε αυτό;)
-Γι'αυτό έγινες κουρούμπελο ρε αλάνι για την πάρτη μου;
-Ναι αλλά μη το πα'ιρνεις κι απάνω σου..είμανε μικρή..Ζήλευα,ήτανε τόσο όμορφη και γλυκειά η Μαργαρίτα,με τις φουστίτσες της,τις χρυσαφένιες μπούκλες της και ήταν το κορίτσι σου...
-Κι εσένα ρε τι σ'ενοιαζε;
-Ε πως αφού ήσουν ο κολλητός μου αφού!
-Και η Μαργαρίτα σε ζήλευε πάντα....
-Εμένα; Έλα μπαναίαμ ,τι ζήλευε καλέ από μένα που είμανε σα σουράβλι καλέ!
-Ζήλευε τα μακριά μαύρα μαλλιά σου,ζήλευε που ήσουν ψηλή,που παίζαμε μπάσκετ,που μου χαμογελούσες και καταλάβαινα τι ήθελες,που πίναμε καφεδάκι με τον μπάρμπα Νικόλα οι τρείς μας,που μου έλεγες μυστικά στο αυτί κι εγώ γελούσα που έβγαζες παρατσούκλια σε όλους....
-Δε σ'εκανε η Μαργαρίτα να γελάς;
-Ποτέ,ούτε και να κλαίω...
-Θυμάμαι που έκλαψες την παραμονή του γάμου μου,έτρεχαν τα δάκρυα στο στόμα μας ,όταν με φιλούσες,και ήταν νόστιμα.... ''Γαμώ τα χρόνια της χούντας'' είπες κι έφυγες πάλι...Παντρεύτηκες το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς...
-Κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος ρε Μαράκι,σ' άφησα να μεγαλώσεις χωρίς εμένα...(παύση) Τι αγωνία πέρασα να σε ξεμεθύσω ούτε που θυμάμαι πόσους καφέδες σε πότισα...στο τέλος σ'έβαλα να κάνεις εμετό κι είπα στη μάνα σου ότι ζαλίστηκες στη διαδρομή..
-Άντε στην υγειά μας,καλώς βρεθήκαμε Μαριώ μου!
''Μου'' ...είπε μου,νά'τα και τα κτητικά....!
-Στην υγειά μας Γιώργο μου!
-Θυμάσαι ρε μικράκι που είχε μεγαλοπιαστεί με κάτι νεόπλουτους η κόρη του Νικόλα και τι της έφτιαξε ο Νικόλας...
-'Αν θυμάμαι! Η μάνα μου δεν πίστευε στα μάτια της που ντύθηκα σαν ''άνθρωπος'' ,όπως έλεγε και της είπα πως θα φάμε απέναντι στου Νικόλα με τη Ρόζα(τζάμπα τ' όνομα) και τη φίλη της! Δεν είχα φουστάνι δικό μου της μάνας μου ήταν....
-Ναι αλλά σου πήγαινε...
-Γιατί το θυμάσαι;
-Ε πως δεν το θυμάμαι που χόρευες τσακίρ κέφι και σηκωνότανε ψηλά,ξυνίζανε τα μούτρα τους η Ρόζα και η φιλενάδα της...πώς την έλεγαν μωρέ;
-Κα Τέκλη!
-Αχ ναι ρε πού τα θυμάσαι όλα,τι γέλια!
-Για θυμήσου και τον Νικόλα να τραγουδάμε όξω φωνή όλα τ'άντάρτικα που ξέραμε και δως του παλαμάκια αυτός!
-Και σου'λεγε :Μπράβο σύντροφε Γιώργο!
-Θυμάσαι ρε τι της είπε και σχόλασε το γλέντι;
-Χα πως δεν θυμάμαι:''Κα Τέκλη μου καλά φάγαμαν και καλά ήπιαμαν ,να'χαμαν και μερικές κλάνιες!
Γελάνε και τσουγκρίζουν τα ποτήρια...
-Καλά αλήθεια θυμάσαι τι φόραγα;
-Ναι γιατί;
Απλώνει το χέρι του και της χαιδεύει το σβέρκο,τα μαλλιά της.....
Σαν φυσικό είναι ,όπως παλιά τη διαπερνά ρίγος ,αλλά τώρα χαμογελά κι ανταποδίδει το χάδι....
-Θυμάμαι,του λέει,που έπαιζα με το ξυποληταριό και παραμόνευα πότε θα φύγεις,να πας στην πλατεία, στην ΕΒΓΑ εκεί που κουβεντιάζατε και τους έκανες σκόνη τους Ρηγάδες,έρχονταν να με πάρουν οι φιλενάδες μου,άλλαζα ρούχα,έβγαζα τα σορτσάκια και φόραγα το τζήν ,το άσπρο πουκάμισο του παππού με το μονόγραμμα του,τα σανδάλια μου απ'το Μοναστηράκι κι ερχόμουν να σε θαυμάζω,να περιμένω να γυρίσουμε μαζί καθισμένη στο σίδερο του ποδηλάτου σου...πριν πάρεις το μηχανάκι...
-Το θυμάμαι, μύριζα τα μαλλιά σου....σαν γλυκό μύριζες...
-Τον θυμάσαι τον Λάμπρο;
-Αμέ,αυτόν τον φαντασμένο που είχε γυρίσει από την Αμερική και μας το΄παιζε πιλότος...
-Αυτόν! Νόμιζα πως θα τον σκοτώσω εκείνο το καλοκάιρι...
-Γιατί;
-Μου είχε πεί:Θα το φάω το μικράκι..Κάτσε ρε του λέω είναι γειτονάκι ,μεγαλωμένο μες το σπίτι μου,σαν αδερφή μου την έχω....
-Ώστε σαν αδεφή σου ε;
-Στάσου ρε αλάνι ν'ακούσεις...Με άρχισε στην κριτική,πως έχω μικροαστικές αντιλήψεις κλπ κλπ! Καλά του λέω αλλά είναι αλάνι η μικρή, αγρίμι.... Όταν έμαθα τι του έκανες ήθελα να σε σηκώσω στα χέρια....!
-Πώς τα έμαθες εσύ;
-Τα είπε η αδερφή του η Μαριάνθη στην Μαργαρίτα..Εσύ γιατί πήγες σπίτι του;
-Με κάλεσε η Μαριάνθη και μετά από λίγο έφυγε αυτή και μέιναμε μόνοι μας...Θρονιάζεται λοιπόν δίπλα μου στο ντιβανομπάουλο ,ξεκουμπώνει το παντελόνι του και απλώνει χέρι να με σβερκώσει...Πετάχτηκα πάνω,τον άρχισα στις καλαμιές κι έφυγα τρέχοντας ...Πηδηξα στην αυλή της Κυρά -Πόπης και μετά στην αυλή μας..Μπήκα φουριόζα κι έκανα εμετό.. Τι γελάς μωρε; Εσένα τι σ'ενοιαζε; Μη και σου πούν πως δε με πρόσεχες; Τι ήσουν ο κηδεμόνας μου;
-Ρε μούτρο αμα νευριάζεις ίδια γίνεσαι όπως τότε... Ζήλευα κι ας σου ρίχνω ''γαμώτο μια χούντα χρόνια''...
-Κάθε φορά που το λές αυτό με φιλάς,σήμερα δεν έχει φιλί;
-Κάθε φορά που σε φιλούσα έκλεινες τα μάτια, κι όταν τ' άνοιγες ήσουν τρομαγμένη...
-Φοβόμουν να μεγαλώσω...
-Τώρα δε φοβάσαι;
-Άμα μεγαλώσω μαζί σου όχι!
-Τότε θα σε φιλήσω αλλά μη μεγαλώσεις....
-Κι εγώ θα σε φιλήσω αλλά μη γίνεις πρίγκηπας, μείνε ο Γιώργος!
Ακόμα κι αν διαρκούσε το φιλί τους 30 χρόνια (όσα πέρασαν από το πρώτο τους φιλί) πάλι στιγμιαίο θα έμοιαζε!
-Μαράκι πάμε να σε κεράσω παγωτό στο Πασαλιμάνι;
-Χωνάκι και να περπατήσουμε ,θέλεις;
Θέλω,θέλω να σε ρωτήσω και κάτι άλλο...
-Λέγε!
-Γιατί έκανες τα μαλλιά σου κοτσιδάκια όταν σ'έπαιρνα στο Παπαστράτειο να δούμε μπάσκετ;
-Για γούρι μωρέ ,να κερδίσει ο Ολυμπιακός...
-Σοκολάτα όπως πάντα;
-Ναι ,εσύ καιμάκι με βύσσινο;
-Ναι,θα μου δώσεις να γλύψω λίγο απ'το δικό σου;
-Θ΄αλλάξουμε χωνάκια στη μέση θέλεις;
-Εντάξει..
-Θυμάσαι που υπηρετούσες στου Παλάσκα και μ΄έφερε ο Μάκης ένα βράδυ που είχες σκοπιά να σε δούμε;
-Και μύριζες γλυκό και δεν άντεχα να σε μυρίζω....
-Είχα γνωρίσει τον άντρα μου τον πρώην κι εσύ ήσουν με την Μαργαρίτα....Στην πενταήμερη του Λυκείου είχα μαζί μου την φωτογραφία σου,από την ορκομωσία....
-Ο πατέρας σου μου έδινε χαρτζηλίκι όταν υπηρετούσα το'ξερες;
-Το έμαθα μετά..είχα ήδη φύγει...
-Όταν παντρεύτηκες μέθυσα ,έφυγα και έμεινα με την Μαργαρίτα στη Θεσ/νίκη...
-Ανακουφίστηκα που παντρεύτηκες στη Θεσ/νίκη κι είχα δικαιολογία να μη έρθω στο γάμο...
-Λές να ξημερώσει και να μην προλάβουμε να τα πούμε όλα;
-Λές να ξημερώσει και να μη προλάβω να σε κρατήσω το βράδυ γυμνή στην αγκαλιά μου Μαράκι;
-Κι ας μου ρίχνεις μια χούντα χρόνια;
-Θέλεις να βγάλουμε τον έρωτα απ'το γύψο απόψε;
-Θέλω!!!
Το ξημέρωμα στο διαμέρισμά του ανοίγω τα μάτια μου και τον βλέπω να με παρατηρεί..
-Καλημέρα! Πώς είπαμε τ'ονοματάκι σου;
-Αστειάκια Μαράκι; Να σε ρωτήσω κάτι ρε μικράκι; Από τα 14 τα ίδια εσώρουχα φοράς δεν έχεις αλλάξει στύλ;
-Γιατί ρε τι έχει το βρακάκι μου; Κόκκινο με άσπρα πουά και τη Μαφάλντα που είναι και αριστερή! Πού ξέρεις ρε τι φόραγα στα 14;
-Τα΄βλεπα που τ'άπλωνε η μάνα σου...
-Τα εσώρουχά μου παρατηρούσες βρε ανώμαλε;
-Μη με προκαλείς...
-Γιατί τι θα μου κάνετε Κε Καθηγητά;........
Επιστρέφουν πολύ νωρίς στη γειτονιά, στην οδό Αλατσάτων με τη μηχανή του Γιώργου,σα να'ναι το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο....Όταν ξύπνησε η γειτονιά άρχισαν τα καλωσορίσματα,ο μπάρμπα Νικόλας τον κρατάει σφικτά στην αγκαλιά του και γνέφει στο Μαράκι που τους καμαρώνει απ'το μπαλκόνι...
-Ψήσε καφεδάκια Μαράκι και κόπιασε να θυμηθούμε τα παλιά...
-Έγινε μπάρμπα -Νικόλα
Όπως πηγαίνει τους καφέδες ,ακούει τη Βιολέττα να ψιθυρίζει: Η ζωντοχήρα....
-Το κορίτσι του Γιώργου είμαι κυρά Βιολέττα...άιντε γέρασες και ξεχνάς......
Υ. Σ. Αληθινό είναι το κόκκινο εσώρουχο με τα πουά και τη Μαφάλντα... κι ό έρωτας που δεν εξοφλείτε σαν υποχρεωτική δόση δανείου στην τράπεζα μαζί με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ είναι αληθινός,γιατί αφήνει αναμνήσεις....κι εγώ είμαι στ'αλήθεια ντεμοντέ και μου αρέσει... γιατί είμαι αληθινή. Ο Γιώργος και το Μαράκι είχαν οικειότητα που δεν εμπόδισε το πάθος του έρωτα.... Ο έρωτας δημιουργεί οικειότητα αν δεν τον αλυσοδέσεις με στερεότυπα αλλά τον ταίσεις επειδής έχει όρεξη και μεγαλώνει... Το Μαράκι δεν είναι η Μόνικα η Μπελούτσι,αλλά μήπως ο Γιώργος είναι ο Τζώρτζ ο Κλούνεϊ; Και το τάισμα στον έρωτα είναι ωραίο και πρίν και κατά τη διάρκεια και μετά...... Ωραίο είναι να αφήνεις και το φαί μισοτελειωμένο,επειδής προηγείται ο έρωτας...αλλά και η μακαρονάδα ωραία είναι ζεστή...είναι κι αυτό ένα δίλημμα! Διαλέξτε και πείτε το και στη Στελλίτσα, τη φίλη μου,την ενδιαφέρει!
Διαβάστε προηγούμενο άρθρο της κ Μαρίας Καραπιπέρη Το Σκατοκούταλο! απο το υπο εκδοση βιβλίο ''Επί της οδού Αλατσατων"
http://radioanemotia.blogspot.gr/2013/10/blog-post_9.html
Διαβάστε προηγούμενο άρθρο της κ Μαρίας Καραπιπέρη Το Σκατοκούταλο! απο το υπο εκδοση βιβλίο ''Επί της οδού Αλατσατων"
http://radioanemotia.blogspot.gr/2013/10/blog-post_9.html
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε για το σχόλιό σας