Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Η Γιορτή του Πάσχα ή αλλιώς ο θάνατος και ανάσταση των θεών

Οι θεοί της άνοιξης που πεθαίνουν και ανασταίνονται.
Αυτές τις μέρες με το θρησκευτικό συναίσθημα να βρίσκεται σε έξαρση χιλιάδες ανθρώπων προσεύχονται για την σωτηρία τους, νηστεύουν, αυτομαστιγώνονται και πολλά πολλά άλλα. Ακολουθώντας κάποιου είδους "τυπικό" οι πιστοί ζητάνε σωτηρία και άφεση αμαρτιών.   

Πόσο όμως η αλήθεια ενός ορθόδοξου είναι η μοναδική και δεν διαφέρει απο κάποιου άλλου πιστού που βρέθηκε και αυτός σε κάποια άλλη εποχή να γιορτάζει την ανάσταση του Σωτήρα γιου του Θεού;

        Σας παρουσιάζουμε το XIV κεφαλαιο απο μια εξαιρετική εργασία του Εμμανουήλ Γιαρουσλάβσκι με τίτλο Πώς γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν οι θεοί και οι θεές. Η εργασία όπως και το κεφάλαιο που παρουσιάζουμε αποδεικνύει συγκριτικά, πως στο πέρασμα του χρόνου σε λαούς με διαφορετικές συνήθειες παρουσιάστηκαν οι ίδιες λατρευτικές δοξασίες. Ο ένας λαός που έρχεται σε επαφή με τον άλλο επηρεάζεται απο τις θρησκευτικές δοξασίες του άλλου και πως μια νέα θρησκεία είναι συχνά παραλλαγή μιας άλλης. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV

ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΠΟΥ  ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΙΝΟΝΤΑΙ

(Η Γιορτή του Πάσχα)
Στα ευαγγέλια γίνεται λόγος για το θάνατο του Ιησού Χριστού και, σύμφωνα με τη διδασκαλία της χριστιανικής εκκλησίας, υποστηρίζεται ότι ο Χριστός θυσιάστηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Το αίμα του, ο θάνατος του έπρεπε να τον κάνουν σωτήρα του κόσμου. Επειδή όμως, αν και πέθανε μ' ανθρώπινη μορφή, ήταν σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, γιος του θεού, ο Ιησούς εξακολουθεί να ζει στους ουρανούς και υπόσχεται να ξανάρθει στη γη, για να σώσει ακόμα μια φορά τον κόσμο.
Στο Μεσαίωνα η χριστιανική εκκλησία προείπε κάμποσες φορές τις ημερομηνίες του δεύτερου ερχομού του Χριστού, αλλά όλες αυτές οι προφητείες χρεοκόπησαν. Οι χρονολογίες που είχε καθορίσει η εκκλησία περνούσαν, ο Χριστός όμως δεν ερχόταν. Το ίδιο και οι διάφορες χριστιανικές αιρέσεις, λόγου χάρη οι ευαγγελιστές, καθόρισαν επανειλημμένα την ημερομηνία του ερχομού του Χριστού στον XIX αιώνα πάντοτε όμως γελοιοποιήθηκαν με τις προρρήσεις τους. Ωστόσο, και σήμερα η εκκλησία και πολλές αιρέσεις προαγγέλλουν την προσεχή άφιξη του σωτήρα. Ο κλήρος και οι αρχάριοι αιρετικοί τα λένε αυτά για να τρομοκρατήσουν τους ανθρώπους και για να τους συσκοτίσουν τα μυαλά.
Πώς εμφανίστηκε η πίστη στο θάνατο και στην ανάσταση του σωτήρα;
Την άνοιξη, οι χριστιανοί και οι Εβραίοι πανηγυρίζουν τη γιορτή του Πάσχα. Στους χριστιανούς το Πάσχα είναι η γιορτή της ανάστασης του Θεού-Χριστού, που μαρτύρησε και πέθανε. Οι χριστιανοί παπάδες υποστηρίζουν ότι αυτή η γιορτή είναι καθαρά χριστιανική, αν και ξέρουν πολύ καλά ότι όλες οι αφηγήσεις για τα πάθη, για το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού δεν αποτελούν παρά επανάληψη ορισμένων θρύλων για άλλους θεούς, που είχαν διαδοθεί πολύ πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού. Κάνοντας ορισμένα τελετουργικά τυπικά τον καιρό του Πάσχα, κρύβουν από τους πιστούς ότι τις ίδιες αυτές ιεροτελεστίες τις έκαναν κι εκείνοι που λάτρευαν πολλούς λεγόμενους ειδωλολατρικούς θεούς, όπως το Μίθρα, τον Άδωνη, τον Άττι, τον Ταμμούζ, το Διόνυσο, το Βάκχο, τον Όσιρι κ.λπ.
Όταν οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν τη Νότια Αμερική και γνώρισαν τη θρησκεία των εκεί λαών, διαπίστωσαν με κατάπληξη ότι ανάμεσα σ' εκείνους τους λαούς, που ως τότε δεν είχαν έλθει σ' επαφή με το χριστιανικό κόσμο, υπήρχε η ίδια πίστη σ' ένα θεό που πεθαίνει και ανασταίνεται. Έτσι, σύμφωνα με τους μεξικανικούς θρύλους, ο θεός Κβετσαλκοάτλι είχε σταυρωθεί σ' έναν ξύλινο σταυρόΟι Μεξικανοί πίστευαν ότι ο θεός είχε φονευθεί μ' αυτόν τον βάρβαρο τρόπο γιατί εκείνοι, που ήρθε να σώσει, στάθηκαν αγνώμονες. Στην εργασία του «Το αρχαίο Μεξικό», ο Κίνγκσμπορουγκ λέει ότι οι αρχαίοι κάτοικοι της χερσονήσουΓιουκατάν λάτρευαν ένα σωτήρα που τον έλεγαν Μπακάμπ, και είχε γεννηθεί από την άμωμο παρθένα Τσιριμπίρας. Ο Μπακάμπ θεωρούνταν το δεύτερο πρόσωπο της αγίας τριάδας.[61] Το σωτήρα αυτόν τον παράσταιναν σαν ένα μάρτυρα που γεννήθηκε από μια αγνή παρθένα και στεφανωμένο με ακάνθινο στεφάνι. Σύμφωνα με την παράδοση κι αυτός σταυρώθηκε πάνω σ' ένα ξύλινο σταυρό. Λένε, ότι τάχατες, έμεινε πεθαμένος τρεις μέρες και στο τέλος της τρίτης μέρας αναστήθηκε και αναλήφθηκε στον ουρανό.
Όπως βλέπετε, σ' αυτούς τους λαούς του Μεξικού, που δεν είχαν καμιάν επαφή με το χριστιανικό κόσμο και δεν είχαν ποτέ μάθει τίποτα για το Χριστό, δημιουργήθηκαν θρύλοι πολύ όμοιοι με διάφορες περικοπές από τις αφηγήσεις για το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού.
Αν εξετάσουμε τις θρησκείες της αρχαιότητας που υπήρχαν πριν τον χριστιανισμό και που προετοίμασαν την εμφάνιση του, θα δούμε ότι η ιδέα του θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται γεννήθηκε στους γεωργικούς και ποιμενικούς λαούς του αρχαίου κόσμου: στους Πέρσες, Σύριους, Ασσυρο-Βαβυλώνιους, Ινδούς, Εβραίους, Αιγυπτίους. [Γραφικό 51]
Η μορφή ενός θεού που υπόφερε μπορεί να βρεθεί χωρίς κανέναν κόπο στη Βίβλο. Στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα (κεφ. 53, εδάφια 3-11) υπάρχει ένα απόσπασμα που οι ευαγγελιστές δε χρειάστηκε παρά να το εξωραΐσουν λιγάκι για να καταφέρουν να περιγράψουν τα πάθη, το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Από εδώ είναι το απόσπασμα:
«Ήταν περιφρονημένος και ο τελευταίος ανάμεσα στους ανθρώπους: άνθρωπος δυστυχισμένος και συνηθισμένος να πονάει ένας που να κρύβεις το πρόσωπο σου σαν τον βλέπεις, που τον περιφρονούσαν και τον θεωρούσαν τιποτένιο. Άλλα αυτός φορτώθηκε τις αρρώστιες μας και τα βάσανα μας, ενώ εμείς τον θεωρούσαμε τιμωρημένο, χτυπημένο από το Θεό και κατατρεγμένο. Αλλά αυτός τρυπήθηκε για τα αμαρτήματα μας και συντρίφτηκε για τις ανομίες μας. Τιμωρήθηκε για τη σωτηρία μας και, με τα τραύματα του, εμείς όλοι γιατρευτήκαμε. Όλοι τραβούσαμε αποπλανημένοι σαν πρόβατα, ο καθένας στο δρόμο του, και ο κύριος του φόρτωσε τις ανομίες ολονών μας. Βασανίστηκε και υπόμεινε και δεν άνοιξε το στόμα του· σαν πρόβατο που το πάνε για σφάξιμο οδηγήθηκε, και σαν αρνί άφωνο,μπροστά σ' αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι αυτός δεν άνοιξε το στόμα του. Μ' άδικη κρίση καταδικάστηκε και στην οικογένεια του ποιος θα το πει; Γιατί του αφαίρεσαν τη ζωή πάνω στη γη; Για τις ανομίες του λαού μου οδηγήθηκε στο θάνατο. Τον τάφο του τον έβαλαν δίπλα στους τάφους των άνομων και των κακοποιών, μετά το θάνατο του, παρόλο που δεν διέπραξε καμιάν ανομία και καμιά απάτη δε βγήκε από το στόμα του. Άλλα ήταν το θέλημα του κυρίου να τον συντρίψουν με τον πόνο. Και επειδή θυσίασε την ζωή του για τις αμαρτίες μας, θα δει τους απογόνους του να ζουν μακρόχρονα και το σχέδιο του κυρίου, μέσον αυτού, θα πετύχει. Ύστερα από το βάσανο της ψυχής του θα χορτάσει ευτυχία. Με τη σοφία του, ο δίκαιος, ο υπηρέτης μου, θα διορθώσει πολλούς και θα επωμιστεί τις ανομίες τους».
Στους εβραίους υπάρχει η γιορτή της άνοιξης, ο καθαρμός (οι πιστοί τη γιορτάζουν και σήμερα) όπου τα κυριότερα πρόσωπα ήταν ο Μορδοχάς, είτε ο θεός των Βαβυλωνίων Μαρντούκ και η θεά Ίσταρ (Εστέρα), καθώς και ο Αμάν ο κακός. Τη λατρεία του Μαρντούκ και της θεάς Ίσταρ τη δανείστηκαν οι Εβραίοι από τους γειτονικούς τους λαούς. Στην αρχαιότητα, ο Μαρντούκ λατρευόταν σαν θεός της πόλης Βαβυλώνας. Όταν δημιουργήθηκε το μεγάλο βασίλειο της Βαβυλώνας, ο Μαρντούκ έγινε ο υπέρτατος θεός, ανώτερος απ' όλους τους άλλους θεούς. Οι γιορτές προς τιμήν του Μαρντούκ γίνονταν την άνοιξη, οπότε του θυσίαζαν ένα μοσχάρι. Ο Μαρντούκ ήταν θεός του ήλιου της άνοιξης, που νίκησε το αρχικό χάος (Τιαμάτ). Σύμφωνα με τους βαβυλωνιακούς θρύλους, ήταν ο δημιουργός, ο λυτρωτής και ο σωτήρας του κόσμου, αυτός που απάλλαξε τους ανθρώπους από κάθε ανάγκη. Θεραπεύοντας αρρώστους και ανασταίνοντας νεκρούς, ήταν ηγεμόνας των αρχόντων και βασιλιάς των βασιλιάδων. Εκείνοι που προσκυνούσαν τον Μαρντούκ, πίστευαν ότι πεθαίνει το χειμώνα και ανασταίνεται την άνοιξη. Ορισμένες μέρες θρηνούσανε το νεκρό θεό και όταν κατά την αντίληψη των πιστών, ανασταίνονταν τότε γινόταν ένα χαρούμενο πανηγύρι προς τιμήν της ανάστασης του θεού Μαρντούκ. Όπως οι χριστιανοί καυχιούνται για τον τάφο του θεού τους Χριστού, στην αρχαία Βαβυλώνα λατρευόταν ο τάφος του θεού Μαρντούκ. Ο θεός αυτός περιλήρθηκε και στη Μωσαϊκή θρησκεία και η εβραϊκή γιορτή αναπαρασταίνει τη θαυματουργή σωτηρία του από το θάνατο, με τη βοήθεια της θεάς Ίσταρ (Εστέρα).
Το ίδιο επίσης πλατειά είχε διαδοθεί σ' ολόκληρη την Ανατολή η λατρεία του θεού Άδωνη. Και ο θεός Άδωνης είναι θεός του αρχαίου κόσμου, που πεθαίνει και ανασταίνεται. Μάνα του ήταν η Μίρρα (Μαρία), που μεταπλάστηκε στο δέντρο της σμύρνας. Η λατρεία του Άδωνη είχε πολύ πλατειά διάδοση στη Φοινίκηκαι στη Συρία, απ' όπου πέρασε στην Ιουδαία; Στην πόλη Βιβλός στα παράλια της Συρίας βρισκόταν ο ναός της θεάς Μπααλάτ-Τζεμπάλ, της φοινικικής Αφροδίτης. Η Αφροδίτη (Αστάρτη, Ίσταρ) ήταν γυναίκα του Άδωνη. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι τον Άδωνη, όπως και τον Ταμμούζτον σκότωσε ένας κακός θεός, που είχε μεταμορφωθεί σ' αγριόχοιρο. Ο Άδωνης πεθαίνει αλλά υστέρα από λίγο καιρό ανασταίνεται. Ο έλληνας συγγραφέας του II αιώνα Λουκιανός, περιγράφει το θρήνο για το θάνατο του Άδωνη και το γιορτασμό της ανάστασης του. Σ' ανάμνηση των παθών του θεού αυτού, οι πιστοί μαστιγώνονταν κάθε χρόνο,θρηνούσανε το θεό και οργάνωναν πένθιμα δείπνα. Όταν χόρταιναν απ' το μαστίγωμα και το θρήνο, οι πιστοί προσέφερναν στον Άδωνη τη θυσία που άρμοζε σε νεκρό.
Την άνοιξη, όταν τα νερά ξεχύνονταν και ξέπλεναν από τα βουνά το κοκκινόχωμα, το ποτάμι βαφόταν κόκκινο. Έλεγαν τότε ότι το ποτάμι βάφτηκε από το αίμα του Άδωνη. Για τον Άδωνη έφτιαχναν ξύλινα αγάλματα, που τα βάζανε σ' ένα είδος φέρετρου, και γύρω τοποθετούσαν βάζα με πράσινα φυτά, που τα αποκαλούσαν «Ανθοκήπια του Άδωνη». Οι γυναίκες πλένανε το ξύλινο άγαλμα του θεού τους Άδωνη, το άλειφαν με αρωματικά λάδια και ύστερα το τύλιγαν σ' ένα μάλλινο ή πάνινο σάβανο και το θάβανε. Όλες αυτές οι ιεροτελεστίες γίνονταν πάνω-κάτω τις ίδιες μέρες που αργότερα οι χριστιανοί άρχισαν να γιορτάζουν το θάνατο και την ανάσταση του θεού τους, δηλαδή τις μέρες της λεγόμενης λαμπρής ανάστασης. Ύστερα απ' αυτό ανάγγελλαν ότι ο Άδωνης αναστήθηκε και οι πιστοί έτρεχαν χαρούμενοι και αλληλοσυγχαίρονταν λέγοντας: Άδωνης ανέστη. [Γραφικό 52]
Συνεπώς, αυτοί που, πάνω από 2000 χρόνια λένε ο ένας στον άλλον το Πάσχα: Χριστός ανέστη δεν κάνουν άλλο παρά να ξαναζωντανεύουν το γιορτασμό του αρχαίου μύθου του θεού των Φοινίκων, Άδωνη. Ο Κύριος της Αλεξάνδρειας (αρχιεπίσκοπος και «εκκλησιαστικός πατέρας», που έζησε τον V αιώνα) αναφέρει ότι οι γυναίκες της Αιγύπτου έστελναν κάθε χρόνο, σε μια κανάτα σφραγισμένη με πίσσα, μιαν επιστολή προς τις γυναίκες της Βιβλός, όπου τις πληροφορούσαν για την ανάσταση του θεού Άδωνη.
Πάνω από 1200 χρόνια πριν το χριστιανισμό, η λατρεία του θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται είχε διαδοθεί σ' όλα τα παράλια της Μεσογείου. Αυτή η λατρεία έφτασε και στην Ελλάδα, πολύ πριν από τα περιστατικά που αποδίδονται στο φανταστικό Ιησού. 600 χρόνια πριν το χριστιανισμό η λατρεία αυτή υμνήθηκε από την ελληνίδα ποιήτρια Σαπφώ. Με τις ανασκαφές που έγιναν στην πόλη των Μυκηνών, βρέθηκε το σχέδιο ενός ναού του Άδωνη, που χτίστηκε 1200 χρόνια πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού Αυτή η ίδια η λέξη «Άδωνης» σημαίνει «κύριος», «θεός». Στις αρχές της άνοιξης φύτευαν προς τιμήν του Άδωνη χόρτα που πρασίνιζαν γρήγορα. Από δω προέρχεται και η χριστιανική συνήθεια να στολίζουν με πρασινάδα το πασχαλινό τραπέζι.
Το ίδιο διαδομένη, όπως η λατρεία του Άδωνη, ήταν και η λατρεία του θεού Άττι και της μητέρας του, της «μεγαλόπρεπης μάνας» των θεών, Κυβέληςθεάς της Φρυγίας. Τον καιρό των πολέμων με τον Αννίβα, όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία περνούσε σκληρές δοκιμασίες, οι ιερείς συμβούλεψαν τους ηγέτες της αυτοκρατορίας να εισάγουν και στη Ρώμη τη λατρεία της θεάς της Φρυγίας, που ήταν πολύ διαδομένη τότε στη Μικρά Ασία και τιμούνταν εξαιρετικά παντού. Στείλανε τότες στο βασιλιά Άτταλο της Περγάμου έναν αποσταλμένο που έφερε από κει τη μαύρη πέτρα που συμβόλιζε τη θεά Κυβέλη. Το γεγονός αυτό, έγινε 204 χρόνια πριν τη χρονιά που λέγεται ότι γεννήθηκε δ Χριστός. Ο επίσημος πανηγυρισμός της «μεγαλόπρεπης μάνας» γινόταν ανάμεσα στις 15 και 27 του Μάρτη. Τη μέρα της ανοιξιάτικης ισημερίας (21 του Μάρτη), έφερναν ένα δέντρο κομμένο και τυλιγμένο σε μάλλινο ύφασμα, Έτσι όπως τύλιγαν και τα σώματα των νεκρών. Το δέντρο στολίζονταν με στεφάνια από βιολέτες και πάνω κει έβαζαν τη μορφή του νέου θεού. Την ίδια μέρα μνημόνευαν πως ο θεός Άττις, ο ερωμένος της Κυβέλης, της «μεγαλειοτάτης μάνας» των θεών, σε μια στιγμή τρέλας έκοψε τα γεννητικά του όργανα μ' ένα μυτερό καλάμι και κοκκίνισε απ' το αίμα του η γη, που απόχτησε έτσι κρυφή δύναμη, κάνοντας ν' ανθίσουν σ' εκείνο το μέρος λογής-λογής λουλούδια την ώρα που ο Άττις πέθαινε. Σ' αυτές τις γιορτινές μέρες μιμούνται την απελπισία της Κυβέλης, της θεομήτορος, όταν αντίκρισε το πτώμα του ερωμένου της. Η 24 του Μάρτη έγινε μέρα των παθών του Άττι. Τότε οι πιστοί μαστιγώνονταν και αυτοτραυματίζονταν, μερικοί έκοβαν ακόμα και τα γεννητικά τους όργανα και με το αίμα τους ράντιζαν το άγαλμα του θεού. Στις 25 του Μάρτη γιορτάζονταν η ανάσταση του θεού Άττι και τότε ο θρήνος μεταβάλλονταν σε χαρά και ευθυμία. Σ' άλλα μέρη θάβανε το άγαλμα του θεού και τη νύχτα, όταν ο θρήνος αποκορυφώνονταν, άναβαν ξαφνικά τους δαυλούς, άνοιγαν το φέρετρο και ο ιερέας άλειφε τα χείλη των πιστών με αγιασμένο λάδι, ψιθυρίζοντας:«Παρηγορηθείτε πιστοί, ο, θεός λυτρώθηκε. Έτσι θα λυτρωθούμε και μείς από τα δεινά».
Όλα αυτά συνέβηκαν πολλά χρόνια πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού. Αλλά ακόμα και 500 χρόνια μετά από την εμφάνιση του χριστιανισμού, ο έλληνας νεοπλατωνικός φιλόσοφος Δαμάσκιος σημειώνει ένα όνειρό του όπου τού παρουσιάστηκε η θεά Κυβέλη και του είπε ότι οι γιορτές προς τιμήν του Άττι (που λέγονταν ιλαρές) θα σώσουν τους ανθρώπους απ' το θάνατο. (Σχετικά μ' αυτό βλέπε στο βιβλίο του Μ. Μπρίκνερ «Ο θεός που μαρτυρεί στις θρησκείες του αρχαίου κόσμου»).[62] Στη λατρεία αυτή προκαλούνταν τέτοια θρησκευτική έκσταση, τέτοια υπερδιέγερση που όλοι οι πιστοί πίστευαν ότι, έτσι όπως ο Άττις πεθαίνει και ανασταίνεται, το ίδιο κι αυτοί θα ξαναγυρίσουν, μετά θάνατο, σε μια καινούργια ζωή.
Πρέπει ακόμη ν' αναφέρουμε και τα λεγόμενα εξιλαστήριαδηλαδή τις θυσίες όπου οι συμμετέχοντες καθαρίζονταν με το αίμα των ζώων που θυσιάζονταν. Τις σταλαγματιές του αίματος που έσταζαν από το θυσιαστήριο, τις έπιναν οι πιστοί του Άττι, που φαντάζονταν ότι έτσι κοινωνούν το σώμα και το αίμα του νεκρού θεού. Εκείνοι που προσκυνούσαν τη θεομήτορα Κυβέλη και το θεό Άττι, οργάνωναν τελετουργικά συμπόσια.
Αυτά τα τελετουργικά συμπόσια, που υπήρχαν πολύ πριν το χριστιανισμό, μοιάζουν με τα χριστιανικά όπου γίνεται η μετάληψη με ψωμί και κρασί. Η χριστιανική λατρεία, που εμφανίστηκε πολύ μεταγενέστερα, μοιάζει τόσο πολύ με τη λατρεία του Άττι που ένας ιερέας της θεάς Κυβέλης είπε στον ευτυχήΑυγουστίνο, το χριστιανό συγγραφέα (364-430): «Εκείνος που φορεί το φρυγιανό σκουφί του θεού Άττι είναι κι αυτός χριστιανός», Ο αρχιερέας της Ρώμης του θεού Άττι ονομαζόταν Πάπας και, όπως ο Πάπας της Ρώμης, λεγόταν επίσης πάτερ, φορούσε την ίδια τιάρα που άρχισαν κατόπιν να φοράνε οι καθολικοί πάπες. Όπως η χριστιανική θρησκεία πήρε πολλά στοιχεία από τη λατρεία του θεού Άττι, έτσι και το χρι στιανικό Πάσχα παρουσιάζει ομοιότητες με το γιορτασμό του θεού αυτού.
Ό,τι ήταν ο θεός Άττις για τους Φρυγιανούς και αργότερα για τους Ρωμαίους, ο Άδωνης για τους Σύριους και ο Ταμμούζ για τους Ασσυριο-Βαβυλώνιους, ήταν και για τους Φοίνικες της Τύρας ο θεός Μελκάρτ.
Η λατρεία του θεού Μελκάρτ είχε διαδοθεί πάνω από 1000 χρόνια, πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού.
Οι Έλληνες θεωρούσαν το Μελκάρτ ταυτόσημο με το θεό-ήρωα Ηρακλή, γιο του Δία και της θεάς Αλκμήνης. Υπάρχει ένας θρύλος σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής έβαλε φωτιά στον εαυτό του και αναλήφτηκε, μέσα από τις φλόγες, στον ουρανό που δονούνταν από τις βροντές. Ο θεός Μελκάρτ γιορταζόταν το Φλεβάρη και το Μάρτη. Τότε έβαζαν φωτιά στο άγαλμα του σ' ένδειξη ότι ο θεός ανέρχεται στον ουρανό για μια καινούργια ζωή. Στην πόλη Ταρσός οργανώνονταν ο γιορτασμός του θεού Σαντάν σχεδόν το ίδιο όπως και ο γιορτασμός του θανάτου και της ανάστασης του Μελκάρτ. Και στην Καππαδοκία οργάνωναν παρόμοιες γιορτές προς τιμήν του θεού Ιμπραέζ.
Οι ιστορικοί της προγενέστερης του χριστιανισμού εποχής περιέγραψαν λεπτομερειακά την πλατειά διαδομένη λατρεία της αιγύπτιας θεάς Ίσιδας και του θεούΣεράπιδα (Όσιρις). Αυτή η λατρεία ήταν γνωστή σ' όλα τα παράλια της Μεσογείου, δηλαδή εκεί ακριβώς όπου έμελλε να διαδοθεί αργότερα ο χριστιανισμός. Τον καιρό των Πτολεμαίων[63] η λατρεία αύτη ήταν η πιο διαδεδομένη στον ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο. Όπως οι χριστιανοί χρησιμοποίησαν αργότερα, με τον τρόπο τους, τις αιγυπτιακές, συριακές, ασσυριακές κ.λπ. παραδόσεις και δοξασίες, το ίδιο και οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να προσαρμόσουν στις αντιλήψεις τους τη λατρεία της Ίσιδας και του Σεράπιδα. Ανάλογα άλλαζαν τις αναπαραστάσεις των θεών. Γι' αυτό ο Σέραπις άρχισε να παριστάνεται σχεδόν το ίδιο όπως πριν ο θεός Δίας. Όπως και ο Όσιρις στην Αίγυπτο, ο Σέραπις λατρεύονταν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σαν προστάτης των φυτών, θεός του ήλιου και αφέντης του βασιλείου των νεκρών. Την Ίσιδα βάλθηκαν να την απεικονίζουν σαν ελληνίδα θεά, που έναν καιρό μπορούσε κανείς εύκολα να την μπερδέψει με την Ήρα, τη Δήμητρα ή την Αφροδίτη. Χωρίς μια τέτοια απομίμηση, χωρίς μια τέτοια προσαρμογή στις ιδέες του ρωμαϊκού λαού η λατρεία των Αιγυπτίων θεών δε θα μπορούσε να διαδοθεί στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, η λατρεία της Ίσιδας και του Σεράπιδα ήταν επίσημη. Διατηρήθηκε 350 χρόνια μετά την εμφάνιση της χριστιανικής λατρείας. Στα 344 οργανώνονταν ακόμη στη Ρώμη γιορταστικές λιτανείες προς τιμήν της Ίσιδας. Σε μια απ' αυτές τις γιορτές (που ήταν πραγματικά φθινοπωρινή γιορτή) αναπαρασταίνονταν η θλίψη της θεάς Ίσιδας, που αναζητούσε το σώμα του Όσιρι, που κατασπάραζε ο θεός Σετ. [Γραφικό 53]
Η προέλευση αυτών των γιορτών είναι πολύ αρχαία. Στην Άβυδο (Αίγυπτος) τέτοιες γιορτές γίνονταν από 2000 χρόνια πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού. Σύμφωνα με τους αιγυπτιακούς θρύλους, ο Όσιρης-Σέραπις είναι γιος του Τζεμπ, θεού της γης και της Νουτ, θεάς του ουρανού. Ο θεός του ηλίου Ρα, σαν έμαθε ότι η γυναίκα του η Νουτ τον απατούσε, τη φοβέριζε ότι δε θα γεννήσει παιδί καμιά μέρα του χρόνου. Αλλά η Νουτ είχε ερωμένο, το θεό Θωτ. Ο Θωτ κέρδισε από το θεό της σελήνης το 72ο μέρος κάθε χρόνου, δηλαδή 5 μέρες που προσθέτονται στις 360 του σεληνιακού χρόνου. Σε κάθε μια απ' αυτές τις 5 μέρες η Νουτ γεννούσε κι ένα παιδί. Έτσι γέννησε τους θεούς ΌσιριΏροΣετ και τις θεές Ίσιδα και Νέφτδα.
Όπως λένε οι μύθοι, όταν γεννήθηκε ο Όσιρις, ακούστηκε μια δυνατή φωνή, που ανάγγελλε ότι εμφανίστηκε ο κυρίαρχος του κόσμου. Επί 28 χρόνια ο Όσιρις ήταν βασιλιάς της Αιγύπτου, σ' αυτόν αποδίδεται η διάδοση της γεωργίας και η καλλιέργεια της αμπέλου. Ύστερα απ' αυτό, ο Όσιρις έφυγε σε ταξίδι, αλλά ο αδελφός του ο Σετ ο κακός, τον έβαλε με πονηριά μέσα σ' ένα πολύτιμο σεντούκι και τον έριξε στο Νείλο. Ο βασιλιάς της Βιβλός (στα παράλια της Συρίας) βρήκε το σεντούκι και το πήγε στο ναό της θεάς Μπελίτ-Αφροδίτης. Η θεά Ίσις ήταν, απελπισμένη, βαριοθλιμένη. Τραβούσε τα μαλλιά της κι αναζητούσε θρηνώντας τον αδελφό-σύζυγο. Τελικά τον βρήκε στη Βιβλός και τον έκρυψε σε μια στροφή του Νείλου. Αλλά ο Σετ ο κακός, βρήκε τον Όσιρι, κατακομμάτιασε το κορμί του και τα κομμάτια τα σκόρπισε σ' όλη την χώρα. Η Ίσις, θρηνώντας ασταμάτητα, έψαχνε να βρει τα κομμάτια από το σώμα του αγαπημένου της. Τότε ο θεός Ρα έστειλε το θεό Άνουβι (με κεφαλή τσακαλιού) που, με τη βοήθεια του Θωτ και του Ώρου, μάζεψε τα κομματάκια από το κορμί του Όσιρι και τον ανάστησε. Από τότε ο Όσιρις είναι αφέντης και κριτής στο βασίλειο των νεκρών.
Αυτή η γιορτή προς τιμήν του θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται γιορτάζονταν πριν από το χριστιανισμό και στους πρώτους αιώνες μετά την εμφάνιση του χριστιανισμού, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου οι ευαγγελιστές φτιάξανε τα ευαγγέλια. Σίγουρα θα είδαν επανειλημμένα τις σκηνές αυτές στους ναούς της θεάς Ίσιδας, όπου αναπαράσταιναν την Ίσιδα τη μάνα των θεών, ν' αναζητά απαρηγόρητη το σώμα του Όσιρι. Μαζί με την Ίσιδα, έκλαιγαν μερικές γυναίκες ντυμένες
κάτασπρα, με ξέπλεκα μαλλιά. Ύστερα ο ιερέας αναπαράσταινε την ανεύρεση του σώματος και την ανάσταση του. Ο θεός ανασταίνονταν, ξανάρχονταν στη ζωή και η θλίψη κι ο θρήνος των πιστών μετατρεπόταν σε ξέσπασμα ευθυμίας και χαράς. Μια από τις μέρες αυτής της γιορτής ονομαζόταν «ιλαρία», έτσι όπως ονομαζόταν και οι 3 μέρες της γιορτής προς τιμήν της μάνας-θεάς Κυβέλης και του θεού Άττι. Όλοι οι πιστοί αλληλοσυγχαίρονταν όπως μεταγενέστερα συγχαίρονταν οι χριστιανοί κατά την υποτιθέμενη ανάσταση του θεού τους, Ιησού Χριστού.
Οι Αιγύπτιοι πίστευαν όχι μονάχα ότι ο Όσιρις αναστήθηκε μόνος του, αλλά ότι έχει και τη δύναμη ν' ανασταίνει νεκρούς. Στο «Βιβλίο των νεκρών» [64]βρίσκεται μια παράκληση που τη βάζουν στο στόμα του νεκρού «Έδωσα ψωμί στον πεινασμένο και υπόδησα τον ξυπόλυτο. Μετάφερα με το καράβι μου αυτόν που δεν είχε πώς να περάσει απ' το νερό. Ήμουν πατέρας για τα ορφανά, σύζυγος για τη χήρα και προστάτεψα, από τους ανέμους, τους ξεπαγιασμένους. Εγώ είμαι εκείνος που λέει παραδείγματα για το καλό. Εγώ με το δίκιο κέρδισα την εκτίμηση!» Και σ' άλλο μέρος λέει: «Θα ζήσει το ίδιο αληθινά όπως ζει και ο Όσιρις. Δε θα πεθάνει όπως δεν πέθανε και ο Όσιρις. Δε θα εξοντωθεί όπως δε μπορεί να εξοντωθεί ο Όσιρις. Διατηρούν την ψυχή τους, διατηρούν τις αισθήσεις τους, διατηρούν το στόμα τους, διατηρούν τα πόδια τους, διατηρούν όλα τους τα μέλη». [Γραφικό 54]
Έτσι λοιπόν, ακόμα και οι αρχαίοι αιγύπτιοι και, κατοπινά, οι Ρωμαίοι είχαν συνθέσει παρακλήσεις που λέγανε ότι ο θεός τους με το θάνατο, τον θάνατον πατήσας, με την ζωή του εκ νεκρών, χάρισε ζωή σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Στην Ελλάδα, την άνοιξη πανηγυρίζονταν η γιορτή της ανάστασης του θεού Διόνυσου (Βάκχος). Σύμφωνα με το μύθο, ο θεός-πατέρας Δίας που εξουσιάζει τις αστραπές και τις βροντές, ερωτεύθηκε τη Σεμέλη, κόρη του βασιλιά της Θήβας. Μια μέρα ορκίστηκε στην αγαπημένη του ότι θα της εκπληρώσει οποιαδήποτε επιθυμία. Αλλά η θεά Ήρα, η ζηλιάρα γυναίκα του Δία, σαν το 'μαθε, αποφάσισε να ξολοθρέψει την αντίζηλή της. Η Ήρα ήξερε ότι αν ο Δίας φανερωθεί με όλα τα όπλα του αστραποβρόντη, η εμφάνιση του φέρνει το θάνατο στους ανθρώπους. Γι' αυτό πρότρεψε τη Σεμέλη να ζητήσει από το Δία να της φανερωθεί μ' όλα του τα όπλα. Κι ήρθε λοιπόν ο Δίας κοντά της μ' όλη ν του τη μεγαλοπρέπεια σαν βασιλιάς των θεών και ανθρώπων. Οι εκτυφλωτικές αστραπές που σπίθιζαν στα χέρια του θεού, το μπουμπουνητό των κεραυνών έκαναν να πάρουν φωτιά όλα γύρω μαζί και η Σεμέλη. Πεθαίνοντας η Σεμέλη γέννησε το Διόνυσο. Τότε από τη γη υψώθηκαν χορτάρια και κισσός που κάλυψαν και προστάτεψαν το βρέφος από τις καταστροφικές φλόγες. Ο κισσός απλώθηκε γύρω ώσπου έσβησε τη φωτιά! Επειδή ο Διόνυσος ήταν ακόμη πολύ αδύνατος, ο Δίας τον έραψε στο μηρί του και τον κράταγε έτσι (όπως η καγκουρό κρατάει το μικρό της μέσα σε σακούλα του κορμιού της) ώσπου δυνάμωσε και γεννήθηκε για δεύτερη φορά από το μηρί του θεού-πατέρα. Κι έγινε έτσι ο Διόνυσος θεογέννητος. Οι αρχαίοι δεν παραξενεύονταν ότι ο Δίας γέννησε από το μηρί του. Ακόμα και ο θεός των αρχαίων εβραίων, ο Ιεχωβάς έπλασε τον άνθρωπο από πηλό και κατόπιν πήρε ένα πλευρό του κι έπλασε τη γυναίκα. Και η Αθηνά γεννήθηκε απ' το κεφάλι του Δία που άνοιξε. Γιατί λοιπόν να μη μπορεί να γεννήσει ο Δίας απ' το μηρί το γιο του;«Τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις δυνατά παρά τοις θεοίς», έτσι συλλογίζονταν οι πιστοί. Επειδή η ζηλιάρα Ήρα μπορούσε να θανατώσει το Διόνυσο, τον έστειλε ο Δίας στην αδερφή της Σεμέλης—Ινώ. Και ξαναρχίζει η καταδίωξη του γιου του θεού. Η θετή μάνα του Διόνυσου χρειάστηκε να φύγει μαζί του και, για να γλυτώσει από τους διώχτες, ρίχτηκε από ένα βράχο στη θάλασσα. Μονοστιγμής όμως ο θεός Έρμης πήγε το Διόνυσο στην κοιλάδα της Νύσας. Ο Διόνυσος μεγάλωσε και έγινε ένας όμορφος— θεός— ένας θεός νέος που δίνει δύναμη, χαρά και χαρίζει γονιμότητα. Έκανε πολλά ηρωικά κατορθώματα, με τη βοήθεια του πατέρα του, Δία. Αλλά όταν οι άνθρωποι αμφιβάλανε πως ο Διόνυσος ήταν πραγματικά θεός και τον κορόιδευαν τότε φανερώνονταν και τους τιμωρούσε άγρια για τη δυσπιστία τους.
Σύμφωνα μ' έναν άλλο μύθο, ο Διόνυσος είναι γιος του Δία και της Περσεφόνης. Από μικρό παιδί ακόμα, ο θεός-πατέρας του παραχωρεί την εξουσία πάνω στον κόσμο, αλλά η φθονερή Ήρα τον καταδιώκει. Ο Διόνυσος τρέχει μακριά για να σωθεί απ' αυτήν αλλά τον προφταίνουνε οι γίγαντες-τιτάνες, που τους έστειλε ξοπίσω του η Ήρα. Οι Τιτάνες τον κόβουν κομμάτια και τον τρώνε. Μένει μόνον η καρδιά. Τότε ο Θεός-Δίας ανασταίνει το Διόνυσο.
Στην Ελλάδα, την άνοιξη γιορτάζονταν η ανάσταση του θεού Διόνυσου. Οι ιερείς έκοβαν κομμάτια έναν ζωντανό ταύρο, που προσωποποιούσε το Διόνυσο όταν πέθαινε και οι πιστοί καταβρόχθιζαν κομμάτια απ' τη σάρκα του θεού, κοινωνώντας έτσι από το αίμα και το σώμα του Θεού Διόνυσου και σώζονταν τάχατες απ' το θάνατο.
Παρόμοιες ιεροτελεστίες γίνονται λοιπόν, πολύ πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Η κοινωνία από το αίμα και το σώμα του Χριστού υπήρξε μ' αυτήν τη μορφή και στη λατρεία του Άδωνη στη λατρεία του Άττι και στη λατρεία του Διόνυσου, και, όπως θα δούμε και στη λατρεία του θεού των περσών Μίθρα.
Πάνω από 1000 χρόνια πριν το χριστιανισμό, ο Μίθρας θεωρούνταν θεός των φυτών, θεός της γονιμότητας, η λατρεία του ήταν πολύ διαδομένη στις χώρες όπου οι άνθρωποι ασχολούνταν με τη γεωργία. Ένας από τους άθλους που του αποδίδουν είναι και τούτος εδώ: Ο Μίθρας, λένε, σκότωσε ένα πλάσμα που απ' το αίμα του προέρχεται όλη η γονιμότητα της γη στην άνοιξη. Γι' αυτό ο Μίθρας θεωρούνταν ο δημιουργός των πάντων πάνω στη γη. Ο Μίθρας ήταν γιος θεού, και γεννήθηκε σε μια σπηλιά. Και σ' ένα από τα ευαγγέλια λέγεται ότι ο Χριστός γεννήθηκε μέσα σε μια σπηλιά. Ο Μίθρας αποκαλούνταν αυτός που γεννήθηκε απόβράχο, και το Χριστό τον λένε κι αυτόν πέτρα (Επιστολή Ι προς Κορινθίους Χ, 4).Το ίδιο και ο Πέτρος, πρώτος απόστολος ονομάζεται πέτρα. Καθώς ο Μίθρας απεικονίζονταν συνήθως με ραβδί και σπαθί στο χέρι άρχισαν να παρασταίνουν με τα ίδια σημάδια και τον Πέτρο. Τον καιρό που εμφανίστηκαν οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες, η λατρεία του Μίθρα ήταν διαδομένη σ' όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ναοί του Μίθρα, βρίσκονταν παντού. Η ιεροτελεστία που γίνονταν στη λατρεία του Μίθρα, παρουσιάζει τόσες πολλές ομοιότητες με τη λατρεία των πρώτων χριστιανών, που χωρίς να το θέλεις, φθάνεις στο συμπέρασμα ότι η λατρεία αυτή αφομοιώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους πρώτους χριστιανούς, που την πήραν από τους λάτρεις του Μίθρα. Δε μπορούσε, πραγματικά, να γίνει διαφορετικά. [Γραφικό 55]
Οι οπαδοί του Μίθρα συνήθιζαν το τελετουργικό δείπνο. Στο δείπνο αυτό έτρωγαν αγιασμένο ψωμί και έπιναν κρασί πράγμα που σήμαινε ότι κοινωνούσαν από το σώμα και το αίμα του θεού Μίθρα. Η παράδοση της κοινωνίας με το αίμα και το σώμα προέρχεται από τα πολύ παλιά χρόνια: από το γιορτινό τραπέζι όπου έτρωγαν τα θύματα κατά τους πανάρχαιους χρόνους· αυτά ήταν αιματηρά θύματα, μερικές φορές ανθρώπινα γιατί ο άγριος πίστευε ότι τρώγοντας από το κρέας των ζώων είτε του ανθρώπου και πίνοντας το αίμα τους αποχτάει μονομιάς τη δύναμη και τις ιδιότητες των όντων που έφαγε. Τα πλυσίματα που συνήθιζαν να κάνουν οι λάτρες του Μίθρα μοιάζουν πάρα πολύ με το χριστιανικό μυστήριο της βάπτισης.
Έτσι λοιπόν, το Πάσχα με τη μορφή της γιορτής του θεού που πεθαίνει κι ανασταίνεται, με τη γιορτή του τελετουργικού δείπνου, όπου γινόταν κοινωνία με το σώμα και το αίμα του σωτήρος, υπήρξε και στη λατρεία του θεού των Περσών Μίθρα. Όπως πίστευαν οι Μιθραϊστές, πρέπει στο τέλος να επαναληφθεί ο φόνος της αρχικής ύπαρξης που εμποδίζει το θρίαμβο του καλού πάνω στη γη και αυτό θα καθορίσει τη δεύτερη δημιουργία του κόσμου. Ο Μίθρα απεικονίζονταν σα σωτήρας του κόσμου, που με τη βοήθεια του γίνεται η ανάσταση των νεκρών. Έτσι, στη λατρεία του Μίθρα βρίσκουμε και μια άλλη πλευρά της χριστιανικής διδασκαλίας— τη διδασκαλία για την ανάσταση εκ νεκρών με τη βοήθεια του γιου του θεού.
Όπως είδαμε ήδη, η περιγραφή του θανάτου και των παθών του Χριστού δεν αποτελεί παρά τροποποίηση μερικών αποσπασμάτων της Βίβλου ή την έχουν δανειστεί απευθείας από τις πολυάριθμες αφηγήσεις για την ανάσταση άλλων θεοτήτων των αρχαίων θρησκειών.
Αλλά ο πίνακας δεν θα ήταν ολοκληρωμένος αν δεν αναφέρναμε μιαν άλλη αρχαία συνήθεια: την άνοιξη, μια μέρα γιορτινή, έβγαζαν απ' τη φυλακή έναν καταδικασμένο και του επέτρεπαν εκείνην τη μέρα να κάνει οτιδήποτε, να έχει όλα τα προνόμια. Μπορούσε ακόμη να καθίσει και στο θρόνο του βασιλιά. Μερικές φορές τον ντύνανε με βασιλικά ρούχα και στολίδια, ύστερα του βάφανε τα μούτρα σα γελωτοποιό και τον περιφέρανε στην πόλη σα βασιλιά. Το πλήθος τον ακολουθούσε, τον περιγελούσε και τον ρωτούσε μην τάχα κι είναι πραγματικός βασιλιάς και περί το τέλος της μέρας τον εκτελούσαν προσφέροντας έτσι εξαγνιστική θυσία στο θεό. Αν ανατρέξουμε σε πιο μακρινούς ακόμη καιρούς, θα δούμε, στην ιστορία των θρησκευμάτων, να γίνεται λόγος για ανθρώπινες θυσίες και για τη συνήθεια να θυσιάζονται οι πρωτότοκοι είτε μεταξύ των ανθρώπων είτε μεταξύ των ζώων. Επίσης θα δούμε ότι σε μια ορισμένη στιγμή θυσιάζονταν και γιοι βασιλιάδων, που θεωρούνταν γιοι θεών. Μεταγενέστερα, αυτά τα έθιμα άλλαξαν πάρα πολύ. Εξαφανίστηκαν οι ανθρώπινες θυσίες και αντικαταστάθηκαν με τις θυσίες ζώων. Έτσι, ανάμεσα στις εντολές του εβραϊκού Πάσχα βρίσκουμε την προσταγή του θεού να θυσιάζονται διάφορα ζώα. Τα πάθη του Ιησού Χριστού που περιγράφουν οι ευαγγελιστές (εννοείται επινοημένα από την αρχή ως το τέλος) δεν είναι τίποτα άλλο παρά αναμετάδοση μερικών αρχαίων μύθων για θεούς που σκότωναν την άνοιξη, για καταδικασμένους που τους ντύνανε με βασιλικά ρούχα κι ύστερα τους θυσίαζαν για να συγχωρήσουν οι θεοί τα σφάλματα και τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ολόκληρη η αφήγηση των γιορτών του Πάσχα έχει φτιαχτεί με στοιχεία παρμένα από άλλες θρησκείες πιο παλιές, όπως και το εβραϊκό Πάσχα δεν περιέχει τίποτα το καινούργιο.
Στους γεωργικούς και ποιμενικούς λαούς ο γιορτασμός του Πάσχα συνδέονταν με τις ανοιξιάτικες γεωργικές δουλειές. Το ίδιο και η λατρεία του θεού ήλιου. Γ’ αυτό ο γιορτασμός του Πάσχα γινόταν τον καιρό της ανοιξιάτικης ισημερίαςΗ ιδέα μιας θυσίας εξαγνισμού μπροστά στο θεό, αναγκαία για τη σωτηρία των ανθρώπων, διαδόθηκε σε πολλές χώρες πολύ πριν απ’ τον χριστιανισμό.




Εμμανουήλ Γιαροσλάβσκι

Πώς γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν οι θεοί και οι θεές

http://www.kiatipis.org/Writers/E/E.Yaroslavski/E.Yaro.Gods.htm

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε για το σχόλιό σας