Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

“ΌXI” και ξανά “ΌXI” και πάλι “OXI”!

“ΌXI” και ξανά “ΌXI” και πάλι “OXI”!     Ερώτηση 1η: Μόλις πριν από 5 μήνες δόθηκε μια καθαρή λαϊκή εντολή: Να μπει τέλος στη λιτότητα, να καταργηθούν τα Μνημόνια. Γιατί λοιπόν χρειάζεται δημοψήφισμα η Κυβέρνηση για να εφαρμόσει μια λαϊκή εντολή η οποία της έχει δοθεί ήδη με τις εκλογές και μάλιστα ξεκάθαρα; Εκτός εάν το δημοψήφισμα γίνεται για άλλο λόγο. Αλλά για ποιόν;
    Ερώτηση 2η: Ο κ. Τσίπρας λέει ότι είναι άλλο πράγμα να έχεις την κυβέρνηση και είναι άλλο πράγμα να έχεις την εξουσία. Σωστά. Η κυβέρνηση επίσης καταγγέλλει ότι στο εσωτερικό της χώρας πολιτικοί της αντίπαλοι, μιντιακά συγκροτήματα κ.λπ. δρουν με όρους «πέμπτης φάλαγγας» και σαν «εσωτερική τρόικα». Γιατί λοιπόν η Κυβέρνηση δίνει περιθώριο κινήσεων σε αυτή την «πέμπτη φάλαγγα»; Γιατί, αντί να εφαρμόσει την πολιτική της κατάργησης των Μνημονίων για την οποία ψηφίστηκε στις εκλογές επιτρέπει σε αυτήν την «πέμπτη φάλαγγα» - όπως η ίδια την χαρακτηρίζει - να μετατρέψει τις απειλές, την κινδυνολογία, τους εκβιασμούς σε σκηνικό απόλυτης τρομοκράτησης του λαού με κίνδυνο την υφαρπαγή του «ναι» από λαϊκά στρώματα;
   Τι μέτρα, τι προετοιμασία, υπήρξε όλο το προηγούμενο διάστημα ή ακόμα και τώρα από την κυβέρνηση για να αποτραπούν παιχνίδια πανικού όπως αυτά με τις τράπεζες, τα βενζινάδικα, τα σούπερ μάρκετ; Και τελικά αυτή η τακτική τι ενισχύει; Είναι ή δεν είναι εργαλείο στα χέρια εκείνων που σπρώχνουν ανθρώπους στο «ναι» με κίνδυνο αυτό να υπερισχύσει δίνοντας τη δυνατότητα στους δυνάστες εντός και εκτός των τειχών να λένε ότι ο ελληνικός λαός «θέλει Μνημόνια» (!) και καλλιεργώντας στο εσωτερικό της χώρας τη λογική του «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω», υπονομεύοντας για μακρύ διάστημα το αίτημα μιας άλλης προοπτικής για τον τόπο;
    Ερώτηση 3η: Πριν τις εκλογές, ο κ. Τσίπρας ισχυριζόταν ότι στις διαπραγματεύσεις που θα έκανε με τους εταίρους ως πρωθυπουργός, εκείνοι θα κάμπτονταν ή ότι εάν δεν κάμπτονταν εκείνος σε κάθε περίπτωση θα εφάρμοζε το πρόγραμμά του. Τίποτα από όλα αυτά δεν επαληθεύτηκε. Ο κ. Τσίπρας μας λέει ότι και μετά το δημοψήφισμα, πάλι με τους ίδιους «εταίρους, φίλους» και «θεσμούς» θα πάει να διαπραγματευτεί. Εάν και πάλι του πουν «όχι», εκείνος αυτή τη φορά τι θα κάνει; Αυτό δεν μας το απαντάει…
    Ερώτηση 4η: Ο κ. Τσίπρας, όχι μόνον δεν απαντάει τι θα κάνει αν οι εκβιαστές, οι γκάγκστερ, οι τοκογλύφοι, παραμείνουν εκβιαστές, γκάγκστερ και τοκογλύφοι, αλλά προεξοφλεί κιόλας ότι το «όχι» στο δημοψήφισμα δεν συνιστά αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προεξοφλεί ότι το «όχι» στο δημοψήφισμα θα συνιστά παραμονή στο τραπέζι για «ειλικρινή» και «έντιμη», όπως συνεχίζει να λέει, συμφωνία με τους «εταίρους». Ότι το «όχι» που επιδιώκει δεν είναι απόφαση ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προεξοφλεί δηλαδή ότι το «όχι» που ζητά από τον ελληνικό λαό, το ζητά για να διατηρήσει τον ελληνικό λαό στην αρένα των εκβιαστών, των γκάγκστερ και των τοκογλύφων! Αλλά αυτό το «όχι», όπως δηλώνει ότι θα το ερμηνεύσει ο κ. Τσίπρας, σε τι διαφέρει στρατηγικά από το «ναι»;
    Ερώτηση 5η: Ο κ. Τσίπρας δήλωσε στη Βουλή το Σάββατο ότι το Μνημόνιο είναι μια τραγωδία που πρέπει να τελειώσει. Αλήθεια: Η υπογραφή του κ.Τσίπρα κάτω από τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου που παρέτεινε το Μνημόνιο, η υπογραφή του κάτω από τις «47 σελίδες», η υπογραφή του κάτω από τις επόμενες «10 σελίδες», είναι αντιμνημονιακές; Έτσι ισχυρίζεται ψευδώς ο κ. Τσίπρας. Αλλά τότε, μπροστά σε ένα τέτοιο θεόρατο ψέμα, είναι μεμψίμοιρο και κακόπιστο να υποθέσει κανείς ότι το «όχι» που ζητάει εναντίον του «Μνημονίου των θεσμών», ο κ.Τσίπρας το θέλει για να λειτουργήσει ως δούρειος ίππος για το «ναι» στα «Μνημόνια των 47 + 10 σελίδων»;
    Ερώτηση 6η: Είπε ο κ. Τσίπρας στη Βουλή ότι στα προτεινόμενα Μνημόνια των «47 + 10 σελίδων» που φέρουν τη δική υπογραφή, τα βάρη επιμερίζονται με κριτήριο τη δικαιοσύνη! Αλλά αν είναι δικαιοσύνη ο ΕΝΦΙΑ τουλάχιστον μέχρι το 2016, οι νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων, οι νέοι φόροι 2 δις. ευρώ μέσω ΦΠΑ, το ξεπούλημα αεροδρομίων, λιμανιών, δρόμων, επιχειρήσεων και ολόκληρων περιοχών (Ελληνικό), τότε αυτό λέει ή δεν λέει κάτι για τη γενική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής; Λέει ή δεν λέει κάτι για την πορεία της κυβερνητικής πολιτικής και μετά από ένα δημοψήφισμα όπου θα έχει εγκριθεί αυτή η «δίκαιη» και «αντιμνημονιακή» - τάχα - πολιτική;    
    Ερώτηση 7η: Ακόμα και τώρα, και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς, ο κ. Τσίπρας μιλάει για τις «ιδρυτικές αξίες» της ΕΕ και για το «κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι». Λες και δεν υπήρξε ποτέ η ΕΔΑ που μάλλον δεν θα ήταν και τόσο Αριστερή όσο ο ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό ενδεχομένως ό,τι σήμερα ο κ. Τσίπρας το εμφανίζει σαν  «δημοκρατικό κεκτημένο της Ευρώπης», η ΕΔΑ το χαρακτήριζε (από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης της ΕΟΚ) ως λάκκο των λεόντων. Λες και οι «μεγάλοι ευρωπαϊστές ηγέτες» στους οποίους υποκλίνεται ο κ. Τσίπρας δεν είναι αυτοί που δημιούργησαν τα «λευκά κελιά» στις χώρες τους ή που μετέτρεπαν τον Μάη του ‘68 σε παρέλαση τεθωρακισμένων στους δρόμους του Παρισιού. Λες και δεν υπήρξε ποτέ το Μάαστριχτ και η σιδερένια μπότα του γερμανού τραπεζίτη. Λες και δεν υπήρξε ποτέ το ευρώ ως μεταμφιεσμένο μάρκο. Λες και δεν υπήρξε ποτέ ο βομβαρδισμός και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Λες και δεν υπάρχει η τωρινή συνεργασία της ΕΕ με τους ναζί και τους φασίστες της Ουκρανίας. Λες και τα 30 εκατ. ανέργων και τα 100 εκατ. φτωχών της ΕΕ έχουν προκύψει «κατά λάθος» και δεν είναι απότοκο των πραγματικών «ιδρυτικών αξιών» του μεγάλου κεφαλαίου της Ευρώπης. Αλλά να που ο κ. Τσίπρας για να πουλήσει φύκια με μεταξωτές κορδέλες όσον αφορά τον χαρακτήρα της ΕΕ προσθέτει στο τέλος κι ένα «όχι». Σε τι διαφέρουν τα δικά του φύκια από τα φύκια των άλλων με το «ναι»;
    Ερώτηση 8η: Τρεις μόλις μέρες πριν από την εξαγγελία του δημοψηφίσματος που έχει συνδυαστεί με πολλά «λεβεντοκοτρωνέικα» και «εθνικοκυριαρχικά» από τον κ. Τσίπρα, ο κ. Βαρουφάκης ομολόγησε ότι η κυβέρνηση πρότεινε στο Eurogroup τη λειτουργία ενός αυτοματοποιημένου μηχανισμού που θα κόβει δαπάνες, δηλαδή μισθούς και συντάξεις, εάν δεν εκτελείται σωστά ο προϋπολογισμός, λέγοντας ότι ο μηχανισμός αυτός θα ενεργεί και θα αποφασίζει στα πλαίσια των ευρωπαϊκών κανόνων ανεξάρτητα και πάνω από την όποια εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση! Αυτή η «λεβεντιά» συνιστά «ναι» ή «όχι»;
    Δημοψήφισμα λοιπόν. Ο λόγος στον λαό, λοιπόν. Ναι, δημοψήφισμα. Αλλά σε ποιό ερώτημα; Σε ένα ερώτημα που το υπονομευμένο «όχι» του θα αξιοποιηθεί ως το αμπαλάζ του υποτελούς, του ραγιάδικου «ναι»; Σε ένα δημοψήφισμα που όσα αντιδραστικά εμπεριέχει το «ναι» του εισάγονται από την πίσω πόρτα με το περιτύλιγμα του «όχι»;
    Ο λόγος στο λαό, λοιπόν. Ναι, αλλά τι είδους ελευθερία λόγου είναι αυτή όταν το δικαίωμα του λαού να μιλήσει καθορίζεται με βάση τα όρια και τις συντεταγμένες του Άννα και του Καϊάφα; 
    Τι δημοψήφισμα; Εκεί που το «ναι» ισοδυναμεί με τον Αρμαγεδδώνα του «Μνημονίου των θεσμών» και εκεί που το «όχι» ισοδυναμεί με το τσουνάμι του «Μνημονίου των 47 + 10 σελίδων»;
    Τι δημοψήφισμα; Εκεί που το «ναι» στην εξαθλίωση, την καταστροφή, την εξάρτηση συναντιέται σε ένα σικέ γήπεδο διαπραγμάτευσης με το «όχι» της τάχα μου «δημιουργικής ασάφειας» και με τους επαίσχυντους, αντιλαϊκούς – και ανέντιμους – συμβιβασμούς;
    Δημοψήφισμα λοιπόν. Αλλά αφού το κάνουν που το κάνουν και χωρίς αυταπάτες για το πώς επιδιώκουν να διαμορφώσουν την «ελεύθερη βούληση» των ψηφοφόρων, χωρίς αυταπάτες ότι οι μεν θέλουν το «ναι» για να επιβάλλουν το «όχι» στα δικαιώματα του λαού, και οι δε θέλουν ένα «όχι» για να συνεχίσουν να λένε «ναι» στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του λαού, ας το αξιοποιήσουμε. 
    Πώς; Ακόμα κι αν η δημοκρατία τους είναι τόσο δημοκρατική ώστε να θεωρεί…άκυρο ό,τι αρνείται τόσο τη Σκύλλα όσο και τη Χάρυβδη, ακόμα κι αν θεωρούν ότι είναι… άκυρο να διαλέγεις άλλο δρόμο από εκείνον που περνά μέσα από τις Συμπληγάδες, έχει μεγάλη σημασία να καταγραφεί με τρόπο ανόθευτο, πολιτικά έγκυρο και μετρήσιμο στην κάλπη το μόνο ουσιαστικό, ελπιδοφόρο και εξεργετικό «Όχι» που υπάρχει:
    «Όχι στην ΕΕ- αποδέσμευση τώρα» από τον «λάκκο των λεόντων»! 
    Ένα «Όχι» που κανείς δεν θα μπορεί τη Δευτέρα να το μακιγιάρει όπως θέλει. Ένα «Όχι» που θα κατατεθεί στους αγώνες του λαού και δεν θα επιδέχεται καμίας «ασάφειας».   
    «Όχι και ξανά Όχι και πάλι Όχι», λοιπόν! «Όχι σε όλα τα Μνημόνια»! «Όχι και στις υπογραφές – Όχι και στις διαπραγματεύσεις Μνημονίων»! «Όχι στον λάκκο των λεόντων»! «Όχι στα δεσμά της ΕΕ»! Αποδέσμευση! Τώρα!

Οι Αυστριακοί ζητούν δημοψήφισμα για να φύγουν από την ΕΕ

Οι Αυστριακοί ζητούν δημοψήφισμα για να φύγουν από την ΕΕ - Media«Η χώρα μας θα είναι καλύτερα αν αποχωρήσει από την ΕΕ» λένε Aυστριακοί ακτιβιστές και ξεκινούν συλλογή υπογραφών για το δικό τους… δημοψήφισμα. Μάλιστα, προκειμένου να καταφέρουν να κάνουν το κοινοβούλιο τους να τους «ακούσει» πρέπει να συγκεντρώσουν 100.000 μέχρι την 1η Ιουλίου.
Την πρωτοβουλία για το  αίτημα ξεκίνησε ένας 66χρονος ο Inge Rauscher, ο οποίος συγκέντρωσε αρκετές υπογραφές, ώστε να ξεκινήσει μια επίσημη καμπάνια.
Οι ακτιβιστές επιθυμούν το αίτημα τους να φθάσει στο αυστριακό κοινοβούλιο όπου θα συζητηθεί η ιδέα του δημοψηφίσματος της εγκατάλειψης της ευρωζώνης. «Θέλουμε να επιστρέψουμε στην φυσική και φιλοειρηνική Αυστρία» είπε ο Rauscher στην έναρξη της καμπάνιας αυτή την εβδομάδα. Οι Αυστριακοί έχουν προθεσμία έως την 1η Ιουλίου να υπογράψουν το αίτημα, για το οποίο μπορούν να προσέλθουν  σε δημοτικά καταστήματα των περιοχών τους.
Ο Rauscher όπως και οι «σύντροφοι» του σε αυτήν την πρωτοβουλία συμφωνούν ότι η Αυστρία θα ευνοηθεί από την αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο οικονομικά όσο και περιβαλλοντικά. Επίσης άσκησαν κριτική στην πολιτική της επιβολής αυστηρών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας εκ μέρους της ΕΕ επιρρίπτοντας ευθύνες στις Βρυξέλλες για την οικονομική πτώση της χώρας. «Δεν είμαστε πια ισχυρή χώρα, λένε. Το 80% των σημαντικών νόμων υποβάλλονται από τις Βρυξέλλες  και όχι από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους.  Κατά την άποψη μας η Ευρώπη δεν είναι Δημοκρατία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει νομοθετικές δυνάμεις» είπε ο Rauscher. Όπως εκτιμά η ομάδα μια ανεξάρτητη Αυστρία θα κερδίζει επιπλέον 9.800 ευρώ ανά νοικοκυριό το χρόνο, επειδή  η χώρα θα γλιτώσει από τα βαρίδια της Ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας.

Βαρουφάκης: Εξετάζουμε capital controls και κλείσιμο τραπεζών από Δευτέρα

Με ψήφους 178 υπέρ και 120 κατά εγκρίθηκε η πρόταση της κυβέρνησης για διεξαγωγή δημοψηφίσματος την Κυριακή 5 Ιουλίου. Η συνεδρίαση κράτησε πάνω από 12 ώρες καθώς τελείωσε στις 3 το πρωί, ενώ αρκετές φορές η συνεδρίαση διεκόπη μετά από εντάσεις μεταξύ των βουλευτών. 

Υπέρ της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ψήφισαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής και κατά οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, του Ποταμιού, του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ. Από την ψηφοφορία απουσίασαν δύο βουλευτές.

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του κ. Σαμαρά οι βουλευτές του τα έβαλαν με την πρόεδρο της Βουλής γιατί μετά την ομιλία της πήγε και κάθισε στο προεδρείο ενώ ο κανονισμός της Βουλής απαγορεύει στην πρόεδρο να προεδρεύσει μετά την ομιλία της.

Αυτό το γεγονός ήταν αρκετό για την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ να προκαλέσει σαματά και να αποχωρήσει σύσσωμη από την αίθουσα.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Σαν σήμερα στο χωριό Βάστα της Αρκαδίας γεννήθηκε μια μύτη .....Ευτυχώς είχε και παιδί απο πίσω!

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1950 (21 Ιουνίου θα 'τανε) σε ένα χωριό της Αρκαδίας κοντά στη Μεγαλόπολη που το λέγανε Βάστα γεννήθηκε ένα μωράκι που αργότερα το ονόμασαν Βασίλη και έμελλε να γίνει το ίνδαλμα για πολλούς Έλληνες. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε εκεί (έως τα 7 του) και μερικές εμπειρίες του απ΄ αυτά τις έκανε τραγούδια, όπως τη "Σφεντόνα".


Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinou biographyΣτα 12 του χρόνια πήρε την πρώτη του κιθάρα. Αργότερα επειδή του άρεσε η μουσική συμμετείχε σε διάφορα συγκροτήματα της εποχής όπου έκανε και τα πρώτα του μουσικά βήματα. Το πρώτο του συγκρότημα το ονόμασε CROSSWORDS όπου τραγουδούσαν σε Ιταλικό στίχο σε διάφορα clubs.

Η εφηβεία του σημαδεύτηκε από το μουσικό και κοινωνικό ρεύματα της δεκαετίας του '60. Μίκης Θεοδωράκης, ροκ της αμφισβήτησης, παγκόσμια φιλειρηνικά και απελευθερωτικά κινήματα, και μια Ελλάδα που προσπαθούσε βιαστικά να κλείσει πληγές και να αρχίσει να ελπίζει. Η Αριστερά επεδίωκε να στεγάσει και να δώσει προοπτική στις διάσπαρτες απογοητεύσεις μέσα από μια κουλτούρα ευαισθησίας και διεκδίκησης. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου την ακολούθησε χωρίς ποτέ να ενταχτεί σε κάποιο από τα κόμματα της.



Άρχισε να τραγουδάει έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Το 1973 μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, πήγε στη Γερμανία - στο Μόναχο όπου συμμετείχε σε επιτροπές αντιδικτατορικού αγώνα, τραγουδώντας παράλληλα σε πολλά στέκια Ελλήνων φοιτητών και ομογενών. 
Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinou biography

Η πρώτη του σημαντική γνωριμία έγινε το καλοκαίρι του 1974, συναντώντας, στο Παρίσι, το Μίκη Θεοδωράκη. Η συνεργασία τους όμως έμελλε να αρχίσει δύο χρόνια αργότερα.


Το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε ουσιαστικά την επαγγελματική του πορεία στο τραγούδι. Τραγούδησε σε μπουάτ και ηχογράφησε ένα μικρό δίσκο 45 στροφών. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στην ηχογράφηση του δίσκου του Μάνου Λοϊζου «Τα τραγούδια του δρόμου». 


Το 1975 ηχογράφησε «Τα αγροτικά» του Θωμά Μπακαλάκου. Την ίδια εποχή γνώρισε δυο συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε στενά στην πορεία του. Τον Μάνο Λοϊζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Δύο συνθέτες που σίγουρα κόμιζαν έναν φρέσκο ήχο στο ελληνικό τραγούδι. Χωρίς να ακολουθούν πιστά τα χνάρια του λαϊκού ή του έντεχνου, έγραψαν τραγούδια που, διατηρώντας το ήθος των τραγουδιών των σημαντικών προγενεστέρων τους συνθετών, ανίχνευσαν τους καινούργιους τρόπους για το τραγούδι της μεγάλης πόλης. Η ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου ήταν ιδανική για να εκφράσει το δυναμισμό αλλά και τη λυρικότητα τους.

Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinou biography
Το 1976 συνεργάστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με το Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Της εξορίας», και το 1978 ο συνθέτης τον επέλεξε για την παγκόσμια περιοδεία του. Τραγούδησε σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. Στην Ελλάδα, συμμετείχε ενεργά σε εκδηλώσεις του νεολαιίστικου και του εργατικού κινήματος. Τραγούδησε σε απεργίες, συγκεντρώσεις και συναυλίες αλληλεγγύης κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Από εκείνη την εποχή, λίγο πριν το πέρασμα στη δεκαετία του "80, αρχίζει να εκδηλώνει τις επιρροές του από τη διεθνή ροκ μουσική σκηνή.


Ερμηνεύει τραγούδια με ήχο σαφώς πιο ηλεκτρικό και στίχο πιο αιχμηρό και πιο παρεμβατικό. Αυτό γίνεται σταδιακά, ξεκινώντας με. δύο δίσκους που κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του 80.
Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinou biography
Ο πρώτος είχε ως τίτλο το όνομα του και περιλάμβανε τραγούδια του Αντώνη Βαρδή, και διασκευές τραγουδιών του Διονύση Σαββόπουλου και του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Δεύτερος, το «Φοβάμαι»», με τραγούδια του Μάνου Λοϊζου, του Λάκη Παπαδόπουλου, του Γιάννη Ζουγανέλη και του Γιάννη Γλέζου, θεμελιώνουν και ορίζουν την μετέπειτα πορεία του μέχρι σήμερα. 


Γνωρίστηκε με τον Νικόλα Ασιμο, και συμμετείχε στον πρώτο του δίσκο «Ο Ξαναπές» -ερμηνεύοντας δύο τραγούδια. Ο Ασιμος ήταν ο δεύτερος άνθρωπος, μετά τον Λοϊζο, που τον επηρέασε αρκετά με την ιδιότυπη προσωπικότητά του.


Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinou διαιρεσηΤο 1984 με την «Διαίρεση» ο καινούργιος ήχος του αποκρυσταλλώνεται πια. Το 1987 το επαληθεύει με τα «Χαιρετίσματα» , με τραγούδια δικά του, του Νικόλα 'Ασιμου, της Αφροδίτης Μάνου και του Χρήστου Τόλιου.


Από τα μέσα της δεκαετίας του 80, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας κατ' εξοχήν "συναυλιακός" καλλιτέχνης.Θα λέγαμε ότι για πρώτη φορά, μετά τις μεγάλες συναυλίες της μεταπολίτευσης, τα γήπεδα ξαναγεμίζουν κόσμο. Τον Απρίλιο του 1985,16.000 θεατές συγκεντρώνονται στην πρώτη του μεγάλη προσωπική συναυλία, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Το επαναλαμβάνει τον Ιούνιο του 1986 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Από τότε, οι συναυλίες του αποτελούν γεγονότα και σημεία αναφοράς της μαζικότητας. Το στοίχημα με τους μεγάλους χώρους κυρίως γήπεδα το κερδίζει κάθε χρόνο μέχρι σήμερα.
Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinou

Ενώνει τρεις γενιές φίλων του, δημιουργώντας πάντα έναν ισχυρό πυρήνα ακροατών που αποτελείται κυρίως από αρκετά "μελετημένους" εφήβους. Το τέλος της δεκαετίας του 80 τον βρήκε να ερμηνεύει τα "σκληρά" τραγούδια του Κώστα Τριπολίτη, με μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. 

Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinouΜεσολάβησαν το «Χορεύω» και τα «Χρόνια Πολλά» και μετά το γύρισμα της καινούργιας δεκαετίας, τραγούδησε για δεύτερη φορά - μετά το 1978 στο «Σταυρό του Νότου»- Νίκο Καββαδία και Θάνο Μικρούτσικο.


Παρά το γεγονός ότι τα τραγούδια του τα τελευταία χρόνια ακολουθούν τον "ήχο" των μεγάλων χώρων, δε δίστασε να ηχογραφήσει δύο δίσκους με μελοποιημένα ποιήματα δύο εκ των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών. Το δίσκο «Καρυωτάκης» το 1984 και το «Φυσάει»» το 1993, με ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Γιώργου Τσαγκάρη. 
Ερμήνευσε πάλι Νικόλα Άσιμο το 1992 στο «Φαλιμέντο του κόσμου» και στα χρόνια της δεκαετίας του 90 κυκλοφόρησε τη «Σφεντόνα» το 1992 και το «Δε Σηκώνε»ι το 1994, με συνεργάτες του τους Αλκη Αλκαίο, Χριστόφορο Κροκίδη, Βασίλη Γιαννόπουλο, Σταμάτη Μεσημέρη, Αφροδίτη Μάνου, Οδυσσέα Ιωάννου, Μίνω Μάτσα.

Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinou
Τον Απρίλιο του 1997 κυκλοφορεί ο δίσκος με τίτλο «Πες μου ένα ψέμα να αποκοιμηθώ» και περιλαμβάνει τραγούδια του Νικόλα Ασιμου, του πρωτοεμφανιζόμενου Απόστολου Μπουλασίκη, του Σταμάτη Μησημέρη, του Γιάννη Ιωάννου, του Βασίλη Γιαννόπουλου, του Χριστόφορου Κροκίδη καθώς και το «Μάλιστα Κύριε» του Γιώργου Ζαμπέτα και του Αλέκου Καγιάντα. 


Tον Ιανουάριο του 1999 κυκλοφόρησε ο δίσκος με τίτλο «Να με φωνάξεις» με τραγούδια του Βασίλη, του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Χριστόφορου Κροκίδη , Αποστόλη Μπουλασίκη σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, Οδυσσέα Ιωάννου, Βασίλη Γιανόπουλου και Ιάκωβου. Αυλητή ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου κυκλοφορεί η «Θάλασσα στη σκάλα», δουλειά στην οποία για ακόμη μια φορά συνεργάζεται ο Βασίλης με τον Θάνο Μικρούτσικο σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου.
Αποτέλεσμα εικόνας για vasilis papakonstantinou

Ένα χρόνο αργότερα οι «Χαμένες Αγάπες» κάνουν την εμφάνισή τους στα ράφια των δισκοπωλείων. Ο Χριστόφορος Κροκίδης, στενός συγεργάτης του Βασίλη για 20 σχεδόν χρόνια υπογράφει τη μουσική και ο Βασίλης Γιανόπουλος τους στίχους. Ακολουθεί δυο χρόνια αργότερα, το 2002, το «Προσέχω Δυστυχώς» σε στίχους και μουσική του Μάνου Ξυδους. 


Το 2003 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γιόρτασε τα 30 του χρόνια στη δισκογραφία με μια μοναδική συναυλία στην Πετρούπολη, όπου παρέα με 10.000 φίλους του μας θύμισε στιγμές από όλη του την μέχρι τότε πορεία του στο τραγούδι.

Το 2004 κυκλοφορεί το άλμπουμ «Φρέσκο Χιόνι». Περιλαμβάνει 13 τραγούδια σε στίχους Μαριανίνας Κριεζή, Γιώργου Ανδρέου, Κώστα Λειβαδά, Νίκου Ζούδιαρη, Οδυσσέα Ιωάννου, Νίκου Ζιώγαλα και Μανώλη Φάμελου ενώ επίσης περιλαμβάνονται δυο διακσευές, μία του Οδυσσέα Ιωάννου με το «Σ’ αγαπάω ακόμα» καθώς και το «Πως να σωπάσω» σε στίχους Κώστα Κινδύνη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. 

Τον Μάιο του 2005 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έδωσε μια εντυπωσιακή συναυλία στο Ηρώδειο με τη συνοδεία πολλών αξιόλογων μουσικών, της Femin Arte υπό την διεύθυνση του Γιώργου Γεωργιάδη και με την ενορχίστρωση του Νίκου Καλαντζάκου. Η συναυλία ηχογραφήθηκε και στα τέλη του ίδιου χρόνου κυκλοφόρησε σε διπλό cd και dvd. 


Μάρτιος 2007 κυκλοφορεί ο δίσκος "Μετωπική" ο οποίος κρύβει μια σύγκρουση.Του ανθρώπου που με τέρμα τα γκάζια θα φεύγει προς την ελευθερία του και θα συναντάει την καλλιτεχνική του συνέπεια. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου συγκρούεται μετωπικά και δεν παθαίνει ούτε γρατζουνιά γιατί φοράει ζώνη ασφαλείας. Στη δισκογραφία «ζώνη ασφαλείας» είναι μόνο το ίδιο το υλικό σου. Στην προκειμένη περίπτωση και ζώνη ασφαλείας και αερόσακκοι είναι οι στίχοι του Γιώργου Κλεφτογιώργου και οι μουσικές των: Σοφία Βόσσου, Τάνια Κικίδη, Θανάση Τάσση, Λάκη Παπαδόπουλου, Ρουσσέτου Δημητρόγλου, Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αντώνη Βαρδή, Φίλιππου Πλιάτσικα, Μάνου Πυροβολάκη, Νίκου Κυπουργού.


Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, συμπληρώνοντας πάνω από τριάντα χρόνια στη δισκογραφία, έχει αποκτήσει σίγουρα το" σημάδι" του μεγάλου ερμηνευτή. Ταυτόχρονα ανήκει στους ελάχιστους καλλιτέχνες που συνδυάζει εκτός από την ευρεία αποδοχή, την ανθρώπινη αγωνία και την έμπρακτη συμμετοχή του στους καθημερινούς μικρούς ή μεγάλους πολέμους.


Ο λόγος του μετράει. Το τραγούδι του μετράει. Μετράει το μπόι μας και τα κουράγια μας για να μην χαλαρώνουμε. Μετατρέπει τις «ήττες»» μας σε τραγούδι. Ακόμη κι αν δεν νικήσουμε, τουλάχιστον να το τραγουδήσουμε...




Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής, μια σπάνια μαρτυρία του ασυρματιστή του

21 Ιούνη 1949 «σκοτώνεται σε μάχη στα Μάρμαρα Φθιώτιδας ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ από ταdiamanths-2μαθητικά του χρόνια και αργότερα, όντας φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έγινε μέλος του ΚΚΕ. Συμμετείχε δραστήρια σε όλους τους φοιτητικούς και λαϊκούς αγώνες, ενώ όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος πολέμησε στο μέτωπο. Από τους πρώτους αντάρτες στον Παρνασσό, μετείχε στην ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου» (902,gr). Μετά τη Βάρκιζα πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του ΔΣΕ Παρνασσίδας και Ρούμελης.
«Το 1948 με το βαθμό του υποστράτηγου διορίστηκε από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Από τη θέση αυτή αναδείχθηκαν οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη – Γιώτη, υποστράτηγο, διοικητή της Ι Μεραρχίας, τέλος του 1948 χτύπησαν την Καρδίτσα, ενώ στις αρχές του 1949 κατέλαβαν το Καρπενήσι, το οποίο κράτησαν επί ένα 20ήμερο» (902,gr). 
Σήμερα δημοσιεύουμε τη μαρτυρία του ασυρματιστή του Διαμαντή, Νίκου Μανιά, σμηναγού ε.α., όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του (ιδιωτική έκδοση την οποία επιμελήθηκε ο Γιώργης Μωραΐτης – συνέβαλα και εγώ) με τίτλο «Στον ασύρματο της Ρούμελης». Μια σπάνια και μοναδική μαρτυρία, ενός ανθρώπου που ήταν στο τμήμα του Διαμαντή όταν δέχτηκαν την επίθεση του κυβερνητικού στρατού.  Πολύτιμη ιστορική μαρτυρία.
Στο τέλος της μαρτυρίας δίνουμε το βιογραφικό του Νίκου Μανιά.
Diamntis1
Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής
Υστέρα από πολλές περιπλανήσεις και πορείες μέσα σε περιοχή γεμάτη στρατό, είχε έρθει και μεγάλο τμήμα από την Πελοπόννησο, βρεθήκαμε ανά­μεσα στο Γαρδίκι Ομιλαίων και Αργύρια, πιο κάτω. Το μέρος ήταν πιασμένο. Πάμε να περάσουμε. Μας βάζουν πυρά. Δεν πήραν κανέναν. Προχωρούμε σιγά σιγά. Κλει­νόμαστε σ’ ένα ύψωμα κάτω χαμηλά στη ρεματιά. Όλη τη μέρα έτοιμοι για μάχη. Απέναντι έβαζαν φωτιές στα μαντριά και τις καλύβες. Έψαχναν, πυροβολούσαν, μα εμάς δεν μας ενόχλησαν. Ίσως δεν μας πήραν χαμπάρι που ήμασταν ή ήθελαν να μας πιάσουν ζωντανούς.
Κατά το δειλινό φθάσαμε σιγά σιγά κοντά στα Μάρμαρα. Στην άκρη του αντερείσματος που βρίσκεται ανατολικά τους και που φτάνει μέχρι κάτω στη ρεματιά. Κολλήσαμε σα βδέλλες στο χείλος του αντερείσματος. Ήμασταν εγώ, ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ο Γιώργος Σα­φάκας, ο Ηλίας Μανούκας, ο Κώστας Καραγιώργος, ο Θανάσης Κούμαρος, ο Θανάσης Σκαλτσάς, ο Γιώργος Ραυτόπουλος, η Μ. Κάιλα, η Τασία Σφήκα, αδελφή του Βασίλη Σφήκα που πέθανε στην Τασκένδη. Κι άλλοι, πού να θυμάμαι. Πέρασε πάνω από μισός αιώνας. Θα ήμα­σταν περίπου 50-60 άτομα. Λοιπόν, κολλάμε στην άκρη στο αντέρεισμα. Κάτω χαμηλά ήταν χαμηλό και γυμνό. Είχε φαγωσιές από βροχές και πλημμύρες. Ο Διαμαντής πιάνει την άκρη της προεξοχής του αντερείσματος που είχε κλίση προς τα κάτω. Παίρνει ένα οπλοπολυβόλο και μαζεύει μερικές σφαίρες και κάθεται μόνος του εκεί σκοπευτής.
Ήταν ηλιοβασίλεμα. Ακουστήκαν κάτι φωνές πιο πάνω. Βλέπουμε τρεις στρατιώτες να ’ρχονται προς τα κάτω, δηλαδή προς το μέρος μας, ψάχνοντας στους θά­μνους. Ο ένας ξέκοψε και συνέχισε να βαδίζει προς το μέρος μας. Σταμάτησε λίγο πιο πάνω και είπε στους άλλους δυo που τον περίμεναν πως δεν είδε τίποτα. Γύρνα, του λένε εκείνοι. Γύρισε εκείνος και πήγαινε προς τα πάνω. Έτοιμοι ήμασταν να ρίξουμε. Κρατήσαμε την ανάσα μας. Μας έμεινε τώρα ο θάνατος. Όλη τη νύχτα βαδίζαμε. Πέφτουμε κάτω στη ρεματιά και βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο μέρος. Τα πόδια δεν κρατούν άλλο. Ο ένας σέρνει τον άλλο.
Βρεθήκαμε στην ανατολική πλευρά του αντερείσμα­τος. Στην πλαγιά που κατέληγε κάτω ανατολικά στη μεγάλη ξηρορεματιά κι άρχιζε το βουνό της Οίτης. Να φανταστείτε πως απ’ το ύψωμα του αντερείσματος μέ­χρι τη μεγάλη ρεματιά ήταν δεν ήταν 600 μέτρα. Εμείς ήμασταν στο μέσο. Είχε γουπατάκια γυμνά με φτέρες, είχε και έλατα, κέδρα κι άλλους θάμνους. Αυτό το μέρος λέγεται Αϊ-Γιάννης. Τρυπώσαμε μέσα στα ελατάκια και τις ψηλές φτέρες.
Ήταν η καταραμένη μέρα, 21 Ιούνη 1949. Βλέπουμε κάτω στο δρόμο στρατό με μεταγωγικά. Περνούσαν τη ρεματιά και τραβούσαν προς την Καστριώτισσα. Χαρή­καμε. Είπαμε μέσα μας πως φεύγουν και θα τη γλι­τώσουμε. Αμ δε. Άξαφνα βλέπουμε να σταματούν, να κάνουν μεταβολή και να γυρίζουν πίσω. Πώς και γιατί έγινε αυτό δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε. Κά­ποιος μας έφυγε, πήγε παραδόθηκε και μαρτύρησε πως ήμασταν σ’ αυτό το μέρος. Άκουσα το Διαμαντή να λέει στον Σαφάκα:
— «Κοίτα ρε Γιώργο ποιος μας λείπει».
Και πράγματι, έλειπε μια αγωνίστρια. Δεν βάσταξε άλλο το φριχτό μαρτύριο.
— «Α τη στρίγγλα», είπε ο Διαμαντής. «Μας πρόδω­σε».
Δεν άργησαν να φτάσουν από πάνω απ’ το αντέρει­σμα, που ήταν μυρμήγκια ο στρατός, μαζί με σκυλιά που γάβγιζαν. Το πήραν παγανιά. Άρχιζαν να φωνάζουν. Εδώ κάτω είναι, έλεγαν και τα σκυλιά γάβγιζαν μαζί τους. Εκείνη την κρίσιμη ιστορική στιγμή, γίνεται μικρό συμβούλιο σ’ αυτό το αλωνάκι με τις φτέρες που ήμα­σταν όλοι μαζεμένοι και πανικοβλημένοι.
Ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ένας Θύμιος, ο Ραυτόπου­λος κι εγώ, λέμε τι πρέπει να κάνουμε.
— «Τα όπλα στα χέρια, λέει ο Διαμαντής, δε θα πάμε προς τα κάτω γιατί είναι πιασμένο, ούτε καταπάνω για­τί είναι γεμάτο στρατό. Θα βαδίσουμε παράλληλα να βγούμε στη βρύση που πάει για Καστριώτισσα και να ξεφύγουμε. Στο δρόμο αυτό θα πολεμήσουμε κι όποιος γλιτώσει. Εσύ Νίκο, γυρίζει και μου λέει ο αετός, πήγαι­νε καμιά 50αριά μέτρα πιο πέρα κι ό,τι δεις να ’ρθεις να το πεις».
Έτσι κι έγινε. Πήγα σιγά σιγά. Κάθομαι πίσω από ένα έλατο. Πιο πέρα στα 30-40 μέτρα βλέπω ένα στρα­τιώτη. Κοίταγα και κρυβόμουν. Κοίταγε κι εκείνος και κρυβόταν. Παίζαμε κρυφτούλι. Τρέχω και λέω στον Δια­μαντή.
— «Αρχηγέ είναι κι από μπροστά μας».
Ώσπου να τα πω αυτά, πλάκωσαν από πάνω με φω­νές, χουγιαχτά, σκυλιά και θόρυβο. Γελούσαν.
— «Εδώ είναι ρε παιδιά».
Και τι δεν άκουγες. Πανικός. Οι περισσότεροι κά­ναμε τον κατήφορο. Την ώρα εκείνη ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Κι ένα «ωχ». Μπορεί να σκοτώθηκε τότε ο Διαμαντής, μπορεί και όχι, να σκοτώθηκε αργότερα γιατί οι πυροβολισμοί αυξήθηκαν. Μπορεί και να τους αντιστάθηκε. Μπορεί το «ωχ» να ήταν άλλου. Ποιος τον σκότωσε; Μπορεί αυτοί ή κανένας δικός μας. Δεν ξέρω, ούτε μπορώ να πω με σιγουριά. Άκουσα τον πυροβολι­σμό και το «ωχ». Αυτό το λέω υπεύθυνα και είναι αλη­θινό γεγονός κι ας το κρίνει η ιστορία.
Φτάνω πιο κάτω. Δεν πήγα μέχρι τη ρεματιά. Το μέ­ρος ήταν απότομο, πολύ κατηφοριαστό, με κάτι πλάκες γλιστερές, έτρεχε λίγο νερό και κατέληγε σε μια λίμπα γεμάτη. Πέφτω μέσα στο νερό απ’ τη γλιστερή κρεμαστή και βλέπω κόκκινο το νερό. Λίγο χτύπησα στο κεφάλι με το όπλο μου και μάτωσε και χρωμάτισε το νερό. Πού να σκεφτώ τώρα αίματα και κολοκύθια. Κάνω 5 βήματα κι ακούω μέσα από ένα πυκνό θάμνο.
— «Εϊ, Εϊ. Μην πάτε κάτω στη ρεματιά θα σας πιά­σουν».
Ήταν ο Γ. Ραυτόπουλος κρυμμένος, δεν μπορού­σε να τρέξει γιατί έπασχε από άσθμα. Γλίτωσε και κατέ­φυγε στην Πολωνία σαν πολιτικός πρόσφυγας. Κάτω στο ρέμα όσοι πήγαιναν έπεφταν απάνω τους και πιάνονταν. Κάτω ακούγονταν ντουφεκιές, φωνές, χαμός.
— «Παραδοθείτε», φώναζαν. Πιάστηκε ο τάδε. Πιά­στηκε ο Σαφάκας.
Ένας φώναζε με τον τηλεβόα: Παραδοθείτε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι.
Τρέχω παράλληλα. Είχε ντούσκα. Πίσω δυο σύντρο­φοι, η Μαρούλα Κάιλα, η Τασία Σφήκα και κάνα δυο άλλοι. Εγώ μπροστά. Για μια στιγμή περνάμε ένα γού­πατο και βγαίνουμε σ’ ένα υψωματάκι και βρεθήκαμε απέναντί τους στα 200 μέτρα. Μας ρίχνουν μερικές ρι­πές για εκφοβισμό. Γυρίζω και βλέπω ένα φαντάρο πε­σμένο με οπλοπολυβόλο και έναν όρθιο να μας κοιτάνε με ένταση και να φωνάζουν:
— «Παραδοθείτε ρε παιδιά. Τι χαζομάρες είναι αυ­τές;».
Τρέχουμε. Ανεβαίνουμε. Πίσω μας ήταν ένα χωματέ­νιο φυσικό τειχάκι. Οι ριπές περνούσαν πάνω απ’ τα κε­φάλια μας. Φτάνουμε σ’ ένα σημείο που στο αντέρεισμα ήταν μια γλυψιά. Ίσως παλιά να έγινε πυρκαγιά κι ήταν γυμνό. Μόνο φτέρες και ξεκινούσε από το υψηλότερο μέρος του αντερείσματος μέχρι τη ρεματιά και πλάτος γύρω στα 100 μέτρα. Μόλις μας είδαν στο ξέφωτο από πάνω άρχισαν να βάζουν και να τρέχουν προς τα εμάς. Κοπήκαμε. Εγώ ήμουν γρήγορος στα πόδια και συνέχι­σα παράλληλα και προς τα πάνω. Οι άλλοι πήραν τον κατήφορο για το ρέμα όπου ίσως και πιάστηκαν. Με ακολούθησε μόνο η Τασία Σφήκα κλαίοντας.
— «Μην κλαις της έλεγα. Τώρα θα βγούμε στη βρύση και θα γλιτώσουμε». Πέρασα το ξέφωτο και μπήκα στο δασωμένο. Η Τασία κοντά μου ασθμαίνοντας και μου­τσοκλέοντας. Πλησιάζω στα 100 μέτρα στη βρύση και τι να δω. Γεμάτο φαντάρους και μεταγωγικά. Τότε γυρί­ζω πίσω. Κρύβω το όπλο μου, είχα δυο χειροβομβίδες «μιλς» για το τέλος μου και τον εχθρό.

Με την ψυχή στα δόντια
Από το ρέμα φώναζαν: Δυο βρίσκονται στο δασω­μένο. Τρέξτε να τους πιάσετε. Και ω του θαύ­ματος. Τι να πω ρε παιδιά. Εκεί που έφευγα βρήκα ένα μέρος κατάλληλο για κρυψώνα. Ήταν μια manias34πέτρα μεγάλη κι είχε σα σπηλιούλα η οποία μεγάλωνε, μ’ ένα πυκνό κλείδωνα. Ήταν μια μικρή σπηλιά. Ούτε παραγγελιά να την είχα. Βλέπετε τι πράγματα συμβαίνουν στην πολυ­τάραχη ζωή του ανθρώπου;
Αργότερα το μετάνιωσα γιατί δεν πήγα καταπάνω τους να με σκοτώσουν και να γλιτώσω τα άλλα χειρό­τερα που υπέφερα. Χωνόμαστε μέσα. Η χειροβομβίδα έτοιμη για δράση. Ήταν μεσημέρι. Καλοκαιρινή μέρα, μεγάλη. Ακούμε κάποια στιγμή:
— «Βρε είναι εκεί κοντά. Τρουπώσανε σε μια πέτρα», λέει ένας.
— «Άντε ρε που κυνηγάτε τον κόσμο σα να ’ναι λαγοί, λέει ένας άλλος». Θάρρεψα απ’ αυτό λίγο. Ίσως να ’ταν κανένα παιδί δικό μας, Ελασίτης. Ένας δικός μας ανέβη­κε σ’ ένα έλατο. Τον είδαν.
— «Κατέβα κάτω ρε», του φώναζαν.
— «Δεν κατεβαίνω», έλεγε αυτός.
Έριξαν και τον σκότωσαν. Όλα αυτά τα άκουγα απ’ την κρυψώνα. Νύχτωσε. Έβαζαν φωτιά στο μέρος, έκαι­γαν τα κούτσουρα και τα ξερόκλαδα για να φέγγει και να μας δουν και να μας πιάσουν.
Ξεκινάω για τα Μάρμαρα. Αντίθετα από εκεί που πηγαίναμε. Δηλαδή, γυρίζαμε πίσω. Η Τασία δεν έπαψε να κλαίει. Ήταν περίπου μεσάνυχτα. Έφαγε καναδυό χαστούκια να πάψει. Κάποιος γλίστρησε τη νύχτα στο δάσος κι έκανε το σύνθημα τσ – τσ – τσ που κάναμε όταν είχαμε λούφα. Αμέσως αποκρίθηκε η Τασία. Εγώ της βούλωσα το στόμα, γιατί δεν ήξερα μήπως ήταν παγίδα. Όλη την ώρα βαδίζαμε για το ύψωμα του αντερείσματος, να βγούμε στο δρόμο που βγαίνει στα Μάρμαρα. Βάδιζα 10 μέτρα κι αφουγκραζόμουν. Είχα οξεία ακοή, ασυρ­ματιστής ήμουν. Άκουγα τα πάντα. Τη νύχτα φώναζαν απ’ τον τηλεβόα. Με τη χαρακτηριστική φωνή του ένας εκφωνητής που δεν έμοιαζε η φωνή του με τη ρουμελιώ­τικη διάλεκτο ή μοτίβο, αλλά φαινόταν πως ήταν νησιώ­της ή Πειραιώτης. Φώναζε λοιπόν, το θυμάμαι σαν τώρα, μέσα στη νύχτα:
— «Συναγωνιστήήή. Σήμερον σκοτώθηκε ο Διαμαντής, ο λοχαγός Σαφάκας πιάστηκε, πολλοί παραδόθηκαν, ο Γράμμος έπεσε κι όλοι έφυγαν για Αλβανία. Εσείς τι κάθεστε; Γιατί δεν παραδίνεστε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι; Αν μέχρι αύριο στις 9 το πρωί δεν παραδοθείτε στον εθνικό στρατό, όποιος συλλαμβάνεται θα εκτελείται επί τόπου. Εντάξει;».
Αυτά άκουγα και προσεχτικά τραβούσα για τη ράχη του αντερείσματος και να φύγω για τα Μάρμαρα που βρισκόταν ακριβώς πίσω και κάτω απ’ την άλλη πλευρά. Μέχρι να φτάσω στο ύψωμα θα ήταν περίπου μεσάνυ­χτα. Αστροφεγγιά. Έφτασα πίσω από ένα κέδρο φου­ντωτό και έβαλα αυτί και μάτι να δω κίνηση πάνω στο πλατάνι, να ακούσω θόρυβο ή φωνή. Το ύψωμα ήταν ίσιο και γυμνό, μόνο φτέρες και θα είχε πλάτος 50-60 μέτρα και μάκρος πολύ μεγάλο. Αφουγκράστηκα και κοίταζα μην έχουν στήσει ενέδρα με πολυβόλο. Δεν είδα, τουλά­χιστον σε 50 μέτρα κάτι τέτοιο. Μόνο πιο κάτω στα 150 μέτρα περίπου, βοσκούσαν δυο άλογα ή μουλάρια.
Λέω της Τασίας να ετοιμαστεί να τρέξουμε γρήγορα το γυμνό και να μπούμε στο δασωμένο. Έτσι κι έγινε. Τρέχουμε γρήγορα και μπαίνουμε στο δάσος. Ήταν κα­τηφοριαστό το μέρος. Και κατά σύμπτωση πέσαμε στη στράτα. Ήταν όλο πέτρες και το χώμα δουλεμένο απ’ τα μεταγωγικά και τις αρβύλες του στρατού. Κατάλαβα πως πέρασε πολύς κόσμος από εκεί αλλά δεν ήξερα πού κατευθύνθηκε. Μου καρφώθηκε στο μυαλό να πάω στο χωριό. Ήξερα πως ήταν ακατοίκητο εδώ και 2 χρόνια, αν όχι παραπάνω. Ετοιμαζόμουν να πάω στην πλατεία όπου εκεί ήταν και βρύση. Μόλις φτάνουμε στο κορφινό σπίτι, ακούγω γαύγισμα σκυλιού απ’ την πλατεία. Μ’ έβαλε σε υποψία, πού βρέθηκε ζωντανό σε νεκρό κι έρη­μο χωριό. Αλλάζω γνώμη και πηδώ τη μάντρα του πρώ­του σπιτιού. Μπήκαμε μέσα στην αυλή. Ήταν μικρή, το σπιτάκι μικρό και η αυλή χορταριασμένη, όλο τσουκνίδα. Ανοιχτή μια ξυλόπορτα σπασμένη. Μπαίνουμε μέσα και ανεβαίνουμε στο ταβάνι. Εκεί μας πηρέ ο ύπνος. Το πρωί με την ανατολή του ηλίου με ξυπνάει κλαίοντας η Τασία.
— «Γιατί κλαις; Τι θέλεις;».
— «Κοίτα» μου λέει.
Έσκυψα και κοίταξα απ’ το άνοιγμα της οροφής, στρατό με τις καραβάνες να κατεβαίνει απ’ το υψωμα­τάκι που βρισκόταν πάνω απ’ το χωριό, στην πλατεία για συσσίτιο. Φωνές, θόρυβος, χαλασμός. Είχαν βάλει καζάνια στην πλατεία και μοίραζαν συσσίτιο.
Καθίσαμε όλη μέρα εκεί στο ταβάνι. Πεινούσα. Στη μικρή αυλή ήταν μια κερασιά με κεράσια. Κατέβηκα με χίλιες προφυλάξεις και έφαγα κάμποσα κεράσια κι έδωσα και στην Τασία. Κατά το δειλινό άκουσα φωνές και συζήτηση πιο κάτω στο δρόμο. Ένας έλεγε: «Θα τον  πάτε έξω απ’ το χωριό και θα τον εκτελέσετε». Υστέρα από λίγο ακούστηκε ο πυροβολισμός. Έκλαψα πικρά. Μάτωσε η ψυχή μου. Ποιο παλικάρι να πλήρωσε με τη ζωή του αυτή τη τραγωδία; Μ’ έπιασε μελαγχολία και αγωνία. Δε φοβήθηκα αλλά πεισμάτωσα περισσότερο. Άλλωστε σε τέτοιες στιγμές δεν υπάρχει καιρός να φο­βηθείς. Βλέπεις το θάνατο πάντοτε μπροστά σου και τον συνηθίζεις.
Σαν νύχτωσε, φεύγουμε απ’ αυτό το σπιτάκι και τρέχοντας προς τα κάτω περάσαμε έναν κήπο, θυμάμαι, γεμάτο δέντρα καρποφόρα, τα περισσότερα κερασιές. Φτάσαμε στη ρεματιά και πηγαίναμε για το Νικολίτσι. Στο δρόμο τη νύχτα πέσαμε σε μια χαράδρα πυκνο­δασωμένη κι όσο να την περάσουμε στην άλλη άκρη, μας πήραν τα χαράματα. Εκεί έχασα τα μισά μαλλιά απ’ το κεφάλι μου. Είχα πολύ πυκνό μαλλί. Το ’χασα στα δέντρα. Βγήκε ο ήλιος και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου δρόμο πολύ αλεσμένο. Κατάλαβα. Πέρασε στρατός. Πλησιάζουμε στο δρόμο και κρυβόμαστε 7-8 μέτρα μα­κριά του, μέσα σ’ ένα πυκνό θάμνο. Καθίσαμε μέχρι το μεσημέρι. Σε λίγο ακούγεται θόρυβος, ποδοβολητό και φωνές.
Κοιτάω στο δρόμο, απ’ το θάμνο πιο κάτω έρχονταν στρατός με μεταγωγικά φορτωμένα τσουβάλια, κάσες κι άλλα τρόφιμα. Οι στρατιώτες οι περισσότεροι ήταν καβάλα και τα όπλα τους χιαστί. Έλεγαν διάφορα. Πέ­ρασαν μπροστά μας χωρίς να μας αντιληφθούν, αφού ήμασταν καλά κρυμμένοι. Αυτή η φάλαγγα κατευθύνο­νταν προς το Γαρδίκι Ομιλαίων μάλλον.
Αφού πέρασαν και κατέβηκε πολύ ο ήλιος σηκω­θήκαμε και φεύγοντας φτάσαμε σ’ ένα καλυβάκι που ήταν χωμένο σε κάτι μεγάλες μουριές και η σκεπή του ήταν με τσίγκο. Ανέβηκα στη σκεπή και τι να δω. Όλη η σκεπή ήταν σκεπασμένη από μούρες άσπρες, άλλες σταφιδιασμένες κι άλλες φρέσκες και πολλές ακρίδες να τις τρώνε. Ρίχτηκα με λαιμαργία κι άρχισα να τρώω μούρες χωρίς διάκριση, ούτε λογαριάζοντας τις ακρίδες. Η Τασία κάθονταν κάτω και προσπαθούσε να φτάσει τα μούρα απ’ τα κλωνάρια.
Φύγαμε για το χωριό Μαυρίλο. Κοιτάμε αν υπάρχει κίνηση στο χωριό. Δεν υπήρχε. Πήγαμε στον πλάτανο στη πλατεία. Υπήρχε κακαβολίθι και στάχτη. Κάποιοι είχαν βράσει καλαμποκόσπυρα. Ποιοι να ’ταν; Δεν ξέρω. Βλέ­πω κάποιον να βγαίνει από ένα σοκάκι και να ’ρχεται προς τα μάς. Ήταν ντυμένος χωριάτικα με μαύρη τσού­κνα και ταγάρι στον ώμο.
Με τη χειροβομβίδα στο χέρι του φωνάζω: Ποιος εί­σαι εσύ;-
– «Δικός σας», μου λέει.
— «Πέτα το ταγάρι και με τα χέρια ψηλά έλα».
Ήταν ένας που είχε μύλο εκεί κοντά. Κι αυτός με την οικογένειά του κυνηγημένος. Την είχε σε μια χαρά­δρα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Ήταν δικός μας πράγματι.
— «Εδώ πιο πάνω είναι τμήματα του στρατού, μου λέει. Πιο πέρα σ’ εκείνο το δασωμένο υψωματάκι είναι κι ο Ηρακλής με καμιά δεκαριά».
Ο Ηρακλής είχε γλιτώσει, όταν σκοτωνόταν ο γίγα­ντας Διαμαντής. Θα τον βρούμε λίγο αργότερα πάνω απ’ το Νιοχώρι. Στο Μαυρίλο νύχτωσε, ο μυλωνάς έφυγε κι εγώ με την Τασία πιάσαμε ένα ακρινό σπίτι κι ανεβή­καμε στο ταβάνι. Εκεί ψάχνοντας βρήκα ένα σακουλάκι αλάτι και κάτι ξεροφάσουλα. Πώς όμως να τα βράσω; Φωτιά δεν είχα. Έγλειφα λίγο αλάτι.
Είχα ξεπλυθεί τελείως. Τη νύχτα ακουστήκαν φωνές και θόρυβος προς την εκκλησία, στη πλατεία. Κοιτάζω, άναψαν φωτιά για καζάνι. Κατά τα χαράματα ήρθε ένας σύνδεσμος προφανώς καβάλα σε άλογο, κάτι είπε και σε λίγο βλέπω όλο το τμήμα να συντάσσεται και να φεύγει προς νότο. Πέρασε μια ώρα. Σκέφθηκα να πάω στην εκ­κλησία που ήταν φωτιά, να πάρω και να βράσω τα φα­σόλια. Κατέβηκα στο δρόμο και με χίλιες προφυλάξεις πήγα και πήρα ένα δαυλί με φωτιά. Πήγα στο σπίτι και άναψα μπροστά στην αυλή φωτιά κι έβρασα τα φασόλια. Για να έχω πάντα όμως φωτιά κονόμησα ένα κομμάτι ίσκα κι αυτή διατηρούσε φωτιά μέχρι να ανταμώσουμε τον Ηρακλή. Πράγματα δηλαδή αρχέγονα. Τα λέγω και δεν τα πιστεύω ο ίδιος. Κι όμως, είναι όπως τα λέω. Αληθινά.
Το πρωί άρχισα να ερευνώ το σπίτι. Ήταν αρχοντικό. Φαίνεται πως ήταν Αμερικάνοι αυτοί που ζούσαν εκεί. Συρόμενες πόρτες χώριζαν τα δωμάτια. Βρίσκω μια μι­κρή βιβλιοθήκη. Ήταν βιβλία γυμνασίου. Αρχαία, μαθη­ματικά, φυσική. Άρχισα να τα ξεφυλλίζω με ενδιαφέρον. Ήρθε στο νου μου η ειρηνική ζωή που έκανα κι εγώ πριν από λίγα χρόνια στο γυμνάσιο. Αμέσως τ’ αφήνω γιατί μου φάνηκε πως άκουσα θόρυβο μέσα στο σπίτι. Φώναζα λίγο: «Αν είσαι άνθρωπος βγες. Είμαι καλός άνθρωπος κι εγώ». Πήγα σ’ όλα τα δωμάτια, κάτω στο ισόγειο που ήταν τα παχνιά για τα ζώα, τίποτα. Κανένα ίχνος ζωής.
Εκεί μπροστά στο ισόγειο στην είσοδο ήταν μια μι­κρή κερασιά φορτωμένη μεγάλα ώριμα κεράσια. Άρχισα να τσιμπολογώ, όταν ακούγω μια φωνή να λέει: «Εδώ έλα να φας καλά κεράσια».
Φοβήθηκα κι έτρεξα στο ταβάνι. Βρίσκω την Τασία τρομοκρατημένη και να κλαίει.– «Άκουσες, είδες τίποτα;» της λέω
— «Δε βλέπεις;».
Γυρνάω το κεφάλι προς τα πίσω μέσα από τη χαρα­μάδα της σκεπής και τι να δω. Δυο φαντάροι με τα όπλα χιαστί κρεμασμένα, έτρωγαν κεράσια από δυο φουντω­τές κερασιές τραβώντας τα κλωνάρια. Αυτοί μιλούσαν και κουβέντιαζαν χωρίς να μας δουν εμάς.
Καθίσαμε εκεί ως το βράδυ, ώσπου καταφτάνει ένα τμήμα στρατού και μπαίνοντας στο χωριό ψάχνανε τα σπίτια και κόβανε ολόκληρα κλωνάρια κερασιές και τις κουβαλούσαν κάτω στην εκκλησία στον πλάτανο κι εκεί τα μάζευαν. Ήρθαν και στο γειτονικό σπίτι. Συζητούσαν, έκοβαν κερασοκλώναρα. Μάλιστα ένας έλεγε: «Ο αδελ­φός μου ήταν στο Ζέρβα». Το βράδυ έφυγαν .
(Στη φωτογραφία του εξωφύλλου ο καπετάν Διαμαντής νεκρός – κατά την πηγή όπου βρήκαμε τη φωτό «Κόκκινος Φάκελος«)

Diamntis***
Βιογραφικό Νίκου Μανιά
Νίκος Μανιάς (Νικοτσάρας) σμηναγός ε.α. «Στον ασύρματο της Ρούμελης». (Αναμνήσεις τουmanias33αεροπόρου, πρωτοπόρου κομμουνιστή στη γενέτειρά του Μενδενίτσα Λοκρίδας, επικεφαλής του Εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής, μέλους της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ στη Λοκρίδα κατά την Κατοχή, συνεργάτη του περιοδικού της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» και επί τρία χρόνια ασυρματιστή στο Αρχηγείο του ΔΣΕ στη Ρούμελη και στη 2η Μεραρχία του θρυλικού Διαμαντή). Μετά την ήττα του ΔΣΕ ο Ν. Μανιάς βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, όπου σπούδασε ηλεκτρονικός και βραβεύθηκε για τη δουλειά του του από το Υπουργείο Βιομηχανίας της ΕΣΣΔ. Μετά τον επαναπατρισμό του και μέχρι το θάνατό του, το 1999, συνέχισε τον αγώνα του από τις γραμμές του ΚΚΕ.