Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Λαφαζάνης: Είμαστε συνεχιστές του ΕΑΜ και της κυβέρνησης του βουνού

Λαφαζάνης: Είμαστε συνεχιστές του ΕΑΜ και της κυβέρνησης του βουνού - MediaΜε αναφορές στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση του βουνού και παρουσία, μεταξύ άλλων, των Ραχήλ Μακρή, Νάντιας Βαλαβάνη, Δημήτρη Στρατούλη και Στάθη Λεωτσάκου ο Παναγιώτης Λαφαζάνης παρουσίασε την προγραμματική διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας και έδωσε το στίγμα του νέου κόμματος.
Η Λαϊκή Ενότητα γεννήθηκε με ταχύτητα αστραπής, σημείωσε ο Π. Λαφαζάνης, προκειμένου να υπάρξει ένα δυνατό και αποφασιστικό εγχείρημα ως ριζοσπαστική απάντηση στο νέο μνημονιακό συνεταιρισμό της απερχόμενης κυβέρνησης με τη ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ.
«Η ΛΑΕ δεν είναι κόμμα. Είναι μέτωπο που φιλοδοξεί να αντιπροσωπεύσει αριστερές αντιμνημονιακές δυνάμεις, που στοχεύουν σε νέο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η ΛΑΕ δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνει αρχηγικό μόρφωμα και δεν θα γίνει μονολιθικό κόμμα, όπως ορισμένες δυνάμεις της Αριστεράς», ανάφερε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της ΛΑΕ.
«Επιθυμούμε άμεση συμμετοχή μελών μας στη λήψη αποφάσεων. Είμαστε πρωτότυπο πείραμα δημοκρατίας, που πρωτοεμφανίστηκε από το ΕΑΜ και την κυβέρνηση των βουνών», είπε.  
 
Η προγραμματική διακήρυξη
Η προγραμματική διακήρυξη του νεοσύστατου μετώπου περιλαμβάνει τα εξής:
- Ακύρωση του τρίτου μνημονίου μαζί με τα προηγούμενα και - τέλος στην πολιτική λιτότητας.
- Κατάργηση όλων των μειώσεων μισθών και συντάξεων του 3ου Μνημονίου
- Καταργείται η αύξηση ΦΠΑ
- Στόχος η αύξηση μισθών και συντάξεων
- Αποκατάσταση συλλογικών συμβάσεων
- Τέρμα στη φορο-λεηλασία μικρομεσαίων εισοδημάτων
- Αφορολόγητο 12.000 ευρώ για όλα τα εισοδήματα
- Κατάργηση ΕΝΦΙΑ και αντικατάστασή του με νέους δίκαιους δείκτες φορολόγησης, που βασίζονται στα πραγματικά εισοδήματα
- Εθνικοποίηση όλων των τραπεζών με εγγύηση καταθέσεων
- Νέος ρόλος τραπεζών με αναπτυξιακό κοινωνικό πρόσημο
- Αποφασιστική σεισάχθεια που ειναι απαραίτητη
- Κατάργηση ΤΑΙΠΕΔ και δεν ιδρύεται το νέο ταμείο αποκρατικοποιήσεων
- Σταματάμε τις ιδιωτικοποιήσεις
- Ματαιώνουμε ιδιωτικοποιήσεις αεροδρομίων, λιμανιών, ΤΡΑΙΝΟΣΕ και Ελληνικού
- Εκμετάλλευση δημοσίων στρατηγικών επιχειρήσεων με κρατικοποιήσεις
- Σταματάμε τη διάλυση και συρρίκνωση της ΔΕΗ.
- Αποκατάσταση ισχυρής ρευστότητας στην οικονομία για αναπτυξιακή τροχιά.
- Χρηματοδότηση στην οικονομία για διαμόρφωση μεγάλου δημοσίου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
- Θα χρηματοδοτήσουμε με ευνοϊκούς όρους την ελληνική οικονομία, χωρίς τα στενά τραπεζικά κριτήρια και την τραπεζική διαφθορά. Νέα κριτήρια, που θα περιέχουν και ρίσκο, ανοικτά προς τη μικρομεσαία επιχείρηση
- Προχωρούμε σε σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
- Φέρνουμε τη δημοκρατία με το λαό κυρίαρχο και συμμέτοχο. Σήμερα έχουμε δικτατορία μνημονιακή του χρηματιστικού κεφαλαίου και του ευρώ. Τέρμα οι εκβιασμοί.
- Κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. Τέρμα σε πολιτικές εθνικής υποτέλειας. Δράσεις διεθνών ενεργειακών, πολιτικών και οικονομικών σχέσεων. Δεν μπορεί η Ελλάδα να είναι μόνο ένα ευρωατλαντικό οικόπεδο.
Ως προϋπόθεση για την εφαρμογή των παραπάνω η Λαϊκή Ενότητα θέτει την έξοδο από την Ευρωζώνη, καθώς, σύμφωνα με τον Π. Λαφαζάνη, «είναι αδύνατο εντός ευρώ να εφαρμόσουμε ένα τέτοιο προοδευτικό πρόγραμμα, όχι γιατί έχουμε προκατάληψη, αλλά γιατί το ευρώ και η ευρωζώνη δεν είναι απλά ένα συμμαχικό σχήμα, αλλά σχήμα εκθεμελίωσης της χώρας μας».
«Δεν μπορεί να εφαρμοστεί το πρόγραμμά μας στο ευρώ. Θέλει εθνικό νόμισμα. Το εθνικό νόμισμα δεν είναι φετίχ, αλλά εργαλείο, για να ανοίξουμε προοδευτικό και αναπτυξιακό δρόμο για τη χώρα. Θα μας δώσει ευχέρεια για ανεξάρτητη οικονομική πολιτική, θα αυξήσει τις εξαγωγές, θα μειώσει τις εισαγωγές και θα τονώσει τον τουρισμό», ανέφερε ο επικεφαλής της ΛΑΕ.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Το σταχανοφικό κίνημα στη Σοβιετική Ένωση


Σαν σήμερα το 1935 Αρχίζει το κίνημα των πρωτοπόρων της παραγωγής στη σοβιετική βιομηχανία που πήρε το όνομά του από τον ανθρακωρύχο Αλεξέι Σταχάνοφ. Ο Σταχάνοφ είχε καταφέρει να καταρρίψει το προηγούμενο ρεκόρ εξόρυξης κάρβουνου, βγάζοντας στη βάρδιά του -που ήταν 5 ώρες και 45 λεπτά- 102 τόνους (με νόρμα 7 τόνων, γεγονός που αντιστοιχούσε δηλαδή σε 14 νόρμες). Επρόκειτο για προσωπικό κατόρθωμα του Σταχάνοφ και της πρωτοβουλίας του να κάνει πιο αποδοτική τη δουλειά του προς όφελος της σοβιετικής κοινωνίας. Έτσι, ο Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Σταχάνοφ έμεινε στην ιστορία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ ως πρωτοπόρος της βιομηχανίας γαιανθράκων, ενώ τιμήθηκε σαν «Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας». Έγινε μέλος του «Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος Μπολσεβίκων» το 1936. Πέθανε το 1970, αλλά το σταχανοφικό κίνημα έμεινε στην ιστορία ως ένα φαινόμενο της δράσης των λαϊκών μαζών που αξιοποιούν τις ενδογενείς δυνατότητες του σοσιαλισμού, προκειμένου να τραβήξουν την κοινωνία και την εξέλιξή της προς τα μπρος, προς την κομμουνιστική κοινωνία.

Η εμφάνιση και οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις αρχές του 20ού αιώνα άνοιξε το δρόμο για την οριστική λύση λαϊκών προβλημάτων, όπως της ανεργίας, της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης και Παιδείας, της παροχής δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών από το κράτος, της κατοικίας, της πρόσβασης στις πνευματικές και πολιτιστικές αξίες, σε όφελος του συνόλου των προλεταρίων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στη Σοβιετική Ενωση, που στον καπιταλισμό δεν μπορούν να λυθούν πλήρως. Και όλα αυτά χάρη στις ενδογενείς δυνατότητες ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Ορισμένοι συγκριτικοί στατιστικοί δείκτες, αν και δεν αποτυπώνουν πλήρως την πραγματικότητα, αφού το περιεχόμενό τους είναι διαφορετικό στον καπιταλισμό από το σοσιαλισμό, μπορούν να αποτυπώσουν την ανωτερότητα του σοσιαλισμού.


Πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση, η Ρωσία κατείχε την πέμπτη θέση στον κόσμο στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων και την τέταρτη στην Ευρώπη. Λίγο πριν τον πόλεμο κατακτά τη δεύτερη θέση στον κόσμο και την πρώτη στην Ευρώπη. Αν και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε το 30% του εθνικού πλούτου της ΕΣΣΔ, το 1950, το εθνικό εισόδημα έφτασε στα 164% του επιπέδου του 1940, η βιομηχανική παραγωγή στα 172% και η αγροτική στα 99%. Η ΕΣΣΔ, ακόμη και στην εικοσιτετράχρονη, πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πορεία της, πραγματοποίησε άλματα αιώνων στη βιομηχανική και οικονομική της ανάπτυξη. Αν στα 1913 το εθνικό εισόδημα της Ρωσίας ήταν 1 (μια μονάδα), στα 1940 έγινε 5,1, ενώ στα 1950 έγινε 8,2, στα 1965 έγινε 29 και στα 1975 έγινε 56.

Οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί ανόδου σε ποσοστά, σε βασικούς δείκτες ανάπτυξης της οικονομίας, είναι χαρακτηριστικοί για την περίοδο 1951 – 1975. Ετσι το εθνικό εισόδημα της ΕΣΣΔ αυξανόταν κατά 8,1%, ενώ των ΗΠΑ κατά 3,2%. Η βιομηχανική παραγωγή αυξανόταν στην ΕΣΣΔ κατά 9,6%, ενώ στις ΗΠΑ κατά 3,8%. Αντίστοιχα, η αγροτική παραγωγή στην ΕΣΣΔ αυξανόταν κατά 3,4%, ενώ στις ΗΠΑ είχε αύξηση κατά 1,7%. Ακόμη και στην περίοδο 1981 – 1985, κατά την οποία υπήρχαν εκτιμήσεις από την ίδια την ΕΣΣΔ για προβλήματα και καθυστερήσεις στην οικονομική ανάπτυξη, η μέση ετήσια αύξηση του εθνικού της εισοδήματος ήταν 3,1%, ενώ στις ΗΠΑ ήταν 2,5%. Στην ΕΣΣΔ υπήρξε ισχυρή τάση προσέγγισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ (55% το 1985, ενώ το 1913 ήταν 11,5%).

Η απελευθέρωση της δουλειάς από τα καπιταλιστικά δεσμά

Και μόνο αυτοί οι δείκτες είναι ικανοί να αποδείξουν την ανωτερότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Είναι γεγονός ότι αυτές οι ενδογενείς δυνατότητες που οφείλονται στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή στην αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με την κοινωνική, άρα και στην κατάργηση της εκμετάλλευσης, απελευθερώνουν την εργασία από τα καταναγκαστικά δεσμά, δίνοντάς της καινούριο ποιοτικά περιεχόμενο. Τώρα οι εργάτες δουλεύουν για το όφελος της κοινωνίας και μέσα απ’ αυτό για το δικό τους συμφέρον. Τώρα στηρίζονται στην ίδια την εργατική τους δύναμη και την παραγωγικότητά της, που γίνεται θεμελιακή πηγή συνεχούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, άρα και της ίδιας της εργατικής δύναμης, χωρίς την παρεμβολή των περιόδων κρίσης και καταστροφής. Και βεβαίως ως φαινόμενο αποκτά μαζικό, παγκοινωνικό χαρακτήρα.

Ενα τέτοιο φαινόμενο ήταν το σταχανοφικό κίνημα. Πήρε το όνομά του από έναν πρωτοπόρο εργάτη των ανθρακωρυχείων Ντονμπάς, τον Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Σταχάνοφ. Τη νύχτα από τις 30 στις 31 Αυγούστου 1935, ο Σταχάνοφ κατέρριψε το ρεκόρ εξόρυξης κάρβουνου, βγάζοντας στη βάρδιά του που ήταν 5 ώρες και 45 λεπτά, 102 τόνους, με νόρμα 7 τόνων, που αντιστοιχούσε με 14 νόρμες. Το πώς ο Σταχάνοφ πέτυχε αυτό το ρεκόρ ήταν φαινόμενο για τη συγκεκριμένη εποχή.

Πώς επιτεύχθηκε αυτό το εργατικό κατόρθωμα; Ηταν ζήτημα ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας σε συνθήκες που η ίδια η εργασία είχε απελευθερωθεί από την εκμετάλλευση και το πέτυχε με την τεχνική του κατάρτιση. Ηταν προσωπικό κατόρθωμα του Σταχάνοφ και της πρωτοβουλίας του να κάνει πιο ξεκούραστη και ταυτόχρονα αποδοτική τη δουλειά του προς όφελος της σοβιετικής κοινωνίας.

Ο Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Σταχάνοφ έμεινε στην ιστορία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ ως ανακαινιστής της βιομηχανίας γαιανθράκων, ενώ τιμήθηκε σαν «Ηρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας». Εγινε μέλος του «Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος Μπολσεβίκων» (ΚΚΣΕ) το 1936. Πέθανε το 1970, αλλά το σταχανοφικό κίνημα έμεινε στην ιστορία ως ένα φαινόμενο της δράσης των λαϊκών μαζών που αξιοποιούν τις ενδογενείς δυνατότητες του σοσιαλισμού, προκειμένου να τραβήξουν την κοινωνία και την εξέλιξή της προς τα μπρος, προς την κομμουνιστική κοινωνία.
Η εργασία στον σοσιαλισμό αποκτά νέο νόημα και περιεχόμενο
Ο Ι.Β. Στάλιν, σχετικά με τη σημασία του σταχανοφικού κινήματος για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού έλεγε στο λόγο του προς τους σταχανοφικούς: «Ο κομμουνισμός αποτελεί μια ανώτερη βαθμίδα εξέλιξης. Η αρχή του κομμουνισμού είναι ότι στην κομμουνιστική κοινωνία ο καθένας δουλεύει σύμφωνα με τις ικανότητές του και παίρνει αντικείμενα κατανάλωσης, όχι ανάλογα με τη δουλιά που πρόσφερε, αλλά σύμφωνα με τις ανάγκες που έχει σαν εκπολιτιστικά αναπτυγμένος άνθρωπος. Αυτό σημαίνει, ότι το εκπολιτιστικό και τεχνικό επίπεδο της εργατικής τάξης έγινε αρκετά ψηλό για να μπορεί να υποσκάψει τις βάσεις της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική δουλιά, ότι η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική δουλιά έχει πια εκλείψει και η παραγωγικότητα της δουλιάς ανέβηκε σε τέτοια ψηλή βαθμίδα, που μπορεί να εξασφαλίσει απόλυτη αφθονία σε προϊόντα κατανάλωσης, πράγμα που δίνει στην κοινωνία τη δυνατότητα να διανέμει αυτά τα αντικείμενα, σύμφωνα με τις ανάγκες των μελών της(…)

Στην πραγματικότητα, η εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία μπορεί να επιτευχθεί μόνο πάνω στη βάση της ανόδου του εκπολιτιστικού και τεχνικού επιπέδου της εργατικής τάξης, ως το επίπεδο των μηχανικών και των τεχνικών. Θα ήταν αστείο να νομίζει κανείς, ότι μια τέτοια άνοδος είναι απραγματοποίητη. Είναι πέρα για πέρα πραγματοποιήσιμη μέσα στις συνθήκες του σοβιετικού καθεστώτος, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας είναι απελευθερωμένες από τα δεσμά του καπιταλισμού, όπου η δουλιά είναι απελευθερωμένη από το ζυγό της εκμετάλλευσης, όπου στην εξουσία βρίσκεται η εργατική τάξη και όπου η νέα γενιά της εργατικής τάξης έχει όλες τις δυνατότητες να εξασφαλιστεί με αρκετή τεχνική μόρφωση. Δεν υπάρχει κανείς λόγος για να αμφιβάλλει κανείς ότι μονάχα μια τέτοια εκπολιτιστική και τεχνική άνοδος της εργατικής τάξης μπορεί να υποσκάψει τις βάσεις της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική δουλιά, ότι μονάχα αυτή μπορεί να εξασφαλίσει εκείνην την ψηλή παραγωγικότατα της δουλιάς και κείνη την αφθονία σε προϊόντα κατανάλωσης, που είναι απαραίτητα για να αρχίσει το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό.(…)

Δεν είναι μήπως ξεκάθαρο ότι οι σταχανοφικοί είναι νεοτεριστές στη βιομηχανία μας, ότι το σταχανοφικό κίνημα αντιπροσωπεύει το μέλλον της βιομηχανίας μας, ότι περιέχει το σπέρμα της μελλοντικής εκπολιτιστικής και τεχνικής ανόδου της εργατικής τάξης, ότι μας ανοίγει το δρόμο που αυτός μονάχα μπορεί να μας επιτρέψει να πραγματοποιήσουμε τους ανώτερους εκείνους δείχτες της παραγωγικότητας της δουλιάς, που είναι απαραίτητοι για το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό και για την εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία».




Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Γνωρίζετε πόσο κάνει 2+2 ? Πριν απαντήσετε δείτε το βίντεο...

Πόσο σίγουροι είστε στην απόφασή σας;;; Θα την υποστηρίζατε ακόμα κι αν ηταν παράλογη; 
Πριν απαντήσετε και κυρίως πριν ψηφίσετε δείτε αυτό το βίντεο...



Tηγανίτης Α.Σ.Η., η ομάδα προς τιμή του Ανωγειανού Γιώργη Βρέντζου ή ”Τηγανίτη”

Ήταν 30 Απριλίου 1947 στο Δικαστήριο δοσίλογων στο Ηράκλειο κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης του συνεργάτη των Ναζί Μαγιάση, όταν ο θρυλικός Ανωγειανός Γιώργης Βρέντζος ή ”Τηγανίτης” με δυο μαχαιριές στην κοιλιά του γκεσταμπίτη τον εκδικήθηκε για την εκτέλεση του αδερφού του Μιχάλη στο Οροπέδιο της Νίδας γιατί είχε δώσει ψωμί και νερό στους ΕΛΑΣίτες αντάρτες.


Ο Τηγανίτης έμεινε στην ιστορία και οι Ανωγειανοί αλλά και όλοι οι ”ελεύθεροι” άνθρωποι τιμούν τη μνήμη ενός ανθρώπου που δεν δείλιασε να τιμωρήσει αυτόν που στην Κατοχή πρόδωσε την Πατρίδα και τον Αγώνα,σκοτώνοντας μεταξύ άλλων και τον αδερφό του. 

Μια παρέα νέων ανθρώπων σήμερα στο Ηράκλειο τιμούν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο τον Τηγανίτη και την θρυλική πράξη του μέσω του… ποδοσφαίρου! Μια νέα ομάδα θα αγωνιστεί φέτος στο Γ’ Τοπικό πρωτάθλημα Ηρακλείου καθώς δήλωσε και κέρδισε ήδη τη συμμετοχή της.

Έδρα της το γήπεδο Μαρτινέγκο στο Ηράκλειο, χρώματα της το μπλε και το κόκκινο, έμβλημα της το Αστέρι.Και το όνομα αυτής: ”ΤΗΓΑΝΙΤΗΣ Α.Σ.Η” !


Όπως αναφέρουν και οι ίδιοι :”Οποιοσδήποτε δεν είναι Φασίστας μπορεί να συμμετέχει στην ομάδα” καθώς και ότι ”Το πάθος για το υγιές ποδόσφαιρο, η όρεξη για αυτοοργανωση και τα κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά, έγιναν η αφετηρία για τη δημιουργία της ομάδας μας”.


Η “Ανωγή” επικοινώνησε με τα ιδρυτικά μέλη της νέας ποδοσφαιρικής ομάδας Τηγανίτης στο Ηράκλειο και ζήτησε από αυτούς λεπτομέρειες για την ιδέα δημιουργίας της ομάδας,γιατί επέλεξαν τον Γιώργη Βρέντζο καθώς και για τους στόχους και τους σκοπούς της ομάδας.


Αναλυτικά τα όσα μας ανέφεραν είναι τα εξής:


“Για το ιστορικό της δημιουργίας του ΤΗΓΑΝΙΤΗΣ Α.Σ.Η αναφέρουν: ”Βλέποντας το εγχείρημα με τις αυτοοργανωμένες ποδοσφαιρικές ομάδες να ανθίζει (Θεσσαλονίκη, Βόλος, Λάρισα, Ιωάννινα, Αθηνά, Πάτρα),και το ποδόσφαιρο που αγαπάμε να παίρνει σάρκα και οστά, το καλοκαίρι του 2015 ακόμα ένα αστέρι έρχεται να προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα, με το όνομα «Τηγανίτης» Α.Σ.Η. Το πάθος για το υγιές ποδόσφαιρο, η όρεξη για αυτοοργανωση και τα κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά, έγιναν η αφετηρία για τη δημιουργία του. Έτσι λοιπόν, μετά από πολλές συζητήσεις και δυσκολίες δημιουργείται μια ακόμα αυτοοργανωμένη ομάδα στο Ηράκλειο της Κρήτης ” σημειώνουν.


O τάφoς του αδερφού του Τηγανίτη Μιχάλη Βρέντζου, στο Ψηλορείτη


Για το όνομα τονίζουν: ”Στα χρόνια της ναζιστικής Κατοχής, στον Ψηλορείτη, ένας ντόπιος βοσκός με όνομα Μιχάλης Βρέντζος έδωσε ψωμί και νερό σε αντάρτες. Αυτό έπεσε στην υπόληψη των Ναζί έπειτα από τη ρουφιανιά ενός δοσίλογου γκεσταμπίτη ονόματι Μαγιάσης. Ο Βρεντζομιχάλης πλήρωσε την πράξη του αυτή με την εκτέλεσή του στο οροπέδιο της Νίδας, στον Ψηλορείτη από τον ιδιο τον Μαγιαση. Σύμφωνα με μαρτυρίες υπό τις υποδείξεις του τελευταίου εκτελέστηκαν 392 ατομα. Μετά την Κατοχή, τον Απρίλη του 1947, δικαζόταν στο Δικαστήριο Δοσίλογων Ηρακλείου ο γνωστός προδότης Μαγιάσης, για την δραση του στα χρόνια της κατοχής. Κατά την ώρα της συνεδρίασης και ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας κατηγορίας ο αδελφός του εκτελεσθέντος, Γιώργης Βρέντζος, κατά κόσμον «Τηγανίτης», μαχαίρωσε δυο φορές τον κατηγορούμενο στην κοιλιά. Αμέσως κατέθεσε στην έδρα του δικαστηρίου το μαχαίρι και παραδόθηκε στη φρουρά της αίθουσας. Ο Μαγιάσης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο όπου και πέθανε. Ο «Τηγανίτης» μεταφέρθηκε στα Χανιά όπου και θα καταδικαζόταν σε θανατο για την πράξη του αυτή. Χρησιμοποιώντας όμως την απόφαση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής που καλούσε τους Κρητικούς να σκοτώσουν τους γκεσταμπίτες, αθωώθηκε και γύρισε στο χωριό του.”.


Για την δομή λειτουργίας και το οικονομικό κομμάτι αναφέρουν:”Η ομάδα βασίζεται στη λογική της αυτοοργάνωσης , της συνδιαμόρφωσης και της ισότητας μεταξύ των μελών της. Οποιοσδήποτε λοιπόν ,δεν είναι φασίστας ,μπορεί να συμμετέχει στην ομάδα ανεξαρτήτως φύλου, εθνικής προέλευσης, θρησκείας και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, αρκεί να σέβεται και να προάγει τις παραπάνω αξίες. Η Γενική συνέλευση αποτελεί το μοναδικό όργανο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων ως προς τα ζητήματα που αφορούν την ομάδα, σε οποιονδήποτε. Επίσης θεωρούμε απαραίτητο συστατικό για την επιτυχία του εγχειρήματος τόσο τη συνέπεια των μελών της στη συνέλευση και στις διαδικασίες της ομάδας, όσο και τη δίκαιη συμπεριφορά (fair play) σε συντρόφους, συμπαίκτες και αντιπάλους.


Το οικονομικό κομμάτι από του μόνο αποτελεί πληγή και για εμάς αλλά και για το ίδιο το ποδόσφαιρο.

Η οικονομική ενίσχυση της ομάδας βασίζεται αποκλείστηκα στους παίχτες , φίλους και οπαδούς της .Αδιαμφισβήτητο γεγονός αποτελεί η έλλειψη χορηγών και χορηγιών για την χρηματοδότηση της ομάδας.

Αντιθέτως επιλέγουμε η χρηματοδότηση της να γίνεται με την προσωπική συνεισφορά του καθενός, με ετήσιες κάρτες μέλους, με συλλογικές δράσεις, προβολές, πάρτι ,καθώς επίσης και πιθανή πώληση αναμνηστικών της ομάδας (μπλούζες, φούτερ, κασκόλ)” καταλήγουν.


Τέλος αναφέρονται στον σκοπό και τον στόχο της ομάδας τους με τα εξής λόγια: ” Άσος – Χ – Διπλό .


Όλα τα αυτά τα αποτελέσματα είναι ευπρόσδεκτα.

Η νίκη δεν είναι αυτοσκοπός. Θεωρούμε τους «αντίπαλους», συμπαίχτες μας.

Γουστάρουμε την ομάδα μας, αλλά πάνω απ όλα γουστάρουμε το ποδόσφαιρο και τον ασταμάτητο χαβαλέ στην κερκίδα.

Έχθρες ,μισοί ,ξύλο ,χουλιγκανονταηλικια , φασιστικές συμπεριφορές,


σεξισμοί και διαπληκτισμοί μεταξύ των οπαδών μας και «αντίπαλων» οπαδών ΔΕΝ έχουν καμία θέση στο ποδόσφαιρο και κυρίως στην κερκίδα μας.


Σε ότι αφορά την επερχόμενη συμμετοχή μας στην τρίτη κατηγορία του Ερασιτεχνικού πρωταθλήματος της Ε.Π.Σ.Ηρακλείου θα θέλαμε να τονίσουμε πως αποτελεί για μας ένα μέσο διάδοσης της προσπάθειας μας και όχι αυτοσκοπό” ολοκληρώνουν.


Μια παρέα λοιπόν νέων ανθρώπων, με δημιουργικότητα,φαντασία,όρεξη για αλλαγές και οράματα για ένα καλύτερο μέλλον. Αλλά κυρίως μια παρέα που δεν ξεχνά το παρελθόν,τιμώντας ήρωες και ανθρώπους που έδειξαν τον δρόμο της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης που δεν πρέπει να ξεχαστούν.Λαός χωρίς μνήμη δεν έχει μέλλον.Η παρέα αυτή των 25 ανθρώπων που θα αυξηθούν στο μέλλον,δεν τιμά μόνο τον Γιώργη Βρέντζο,αλλά στο πρόσωπο του όλους τους ανυπότακτους και Ελεύθερους ανθρώπους.Τους ευχόμαστε κάθε επιτυχία.


Διαβάστε παρακάτω όλη την ιστορία του Γιώργη Βρέντζου και της εκτέλεσης του Μαγιάση,καθώς και την συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Τηγανίτης το 1982 στον δημοσιογράφο Νίκο Ψιλλάκη:


Ένας αητός τω Βρέντζηδω σκότωσε το Μαγιάση

κι όλοι μαζί φωνάξαμε η χέρα του ν’ αγιάσει

Μέσα στο δικαστήριο γιατί ’χενε σκοτώσει

κι έπρεπε οπωσδήποτε αίμα κι αυτός να δώσει.»

_______________________


Στα μέσα του Απρίλη του 1947, δικαζόταν από το Δικαστήριο των δοσιλόγων Ηρακλείου ο γκεσταμπίτης-συνεργάτης των Ναζί, Μαγιάσης. Στις 30 του μήνα ο Ανωγειανός Γιώργης Βρέντζος και κατά κόσμον «Τηγανίτης» (στην Κρήτη και ιδίως στο Μυλοπόταμο, συνηθίζουν πολύ τα παρανόμια, δηλαδή τα παρατσούκλια) μπαίνει στο …

ακροατήριο και ορμά προς το εδώλιο, καταφέρνοντας δυο μαχαιριές στην κοιλιακή χώρα του συχαμένου προδότη! Αιτία; Ο Μαγιάσης κάρφωσε τον αδελφό του Τηγανίτη, Βρεντζομιχάλη, στους Ναζί, διότι είχε δώσει ψωμί και νερό στους ΕΛΑΣίτες (προφανώς πρόκειται για τα τμήματα των καπετάνιων Σμπώκου και Ποδιά). Ο Βρεντζομιχάλης πλήρωσε την πράξη του αυτή με την εκτέλεσή του στο οροπέδιο της Νίδας, στον Ψηλορείτη, από τους Σουμπερίτες.

Να πως παρουσίασε το γεγονός η κρητική εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη» της Πρωτομαγιάς1947: «Χθες το πρωί δικαζόταν στο Δικαστήριο Δοσιλόγων Ηρακλείου ο γνωστός προδότης Μαγιάσης για την εκτέλεση του Μιχαήλ Βρέντζου από τ’ Ανώγεια που είχε κάμει ο ίδιος στη Νίδα. Κατά την ώρα της συνεδριάσεως στις 11.30΄ περίπου και ενώ εξεταζόταν ο μάρτυρας κατηγορίας και αδελφός του εκτελεσθέντος Γεώργιος Βρέντζος γύρισε και κτύπησε δυο φορές με μαχαίρι τον κατηγορούμενο δοσίλογο στην κοιλιακή χώρα. Αμέσως δε κατέθεσε στην έδρα του δικαστηρίου το μαχαίρι και παραδόθηκε στη φρουρά της αίθουσας. Ο Μαγιάσης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο. Τα τραύματά του είναι βαρύτατα».




Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΤΗΓΑΝΙΤΗ


Ανασύρουμε λοιπόν στην ιστορική μνήμη –ως έχουμε χρέος-τη μοναδική συνέντευξη, που είχε παραχωρήσει στο Νίκο Ψυλλάκη το φθινόπωρο του 1982 (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Κρητικές Εικόνες”), ο άνθρωπος που είχε πάρει εκδίκηση για την εκτέλεσ του αδελφού του, ο θρυλικός «Τηγανίτης».


Καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι με τα ποτήρια γεμάτα ρακή ζούσαμε όλοι στιγμές αμηχανίας. Δεν ήξερα πώς να αρχίσω, δεν ήξερα καν αν έπρεπε να αρχίσω, αν ήταν σωστό που είχα φτάσει μέχρι εκεί και ιδιαίτερα τέτοια βραδιά. Ωστόσο, ο ίδιος ο Γιώργης ο Βρέντζος στάθηκε και πάλι γενναίος.


«Αποφάσισα να σου μιλήσω», μου είπε, χωρίς να εκφέρει κανένα επειδή, κανένα διότι. Έτσι απλά· αποφάσισε να μιλήσει. Φαίνεται πως ο Καλομοίρης είχε κάνει καλή δουλειά, αν και δεν έμαθα ποτέ τι ακριβώς είχαν πει οι δυο τους.

Έτσι άρχισε η κουβέντα. Κρατούσα σημειώσεις και ένα μικρό φορητό μαγνητόφωνο.


Ο λόγος του ήταν σταθερός, το βλέμμα του διαπεραστικό· νόμιζα πως το παρελθόν και το παρόν συμπλέκονταν στη σκέψη του, δημιουργώντας ένα αδιάσπαστο σύνολο. Δεν έμοιαζε τόσο με αφήγηση ο λόγος του, όσο με μια ζωντανή περιγραφή γεγονότος που γινόταν εκείνη την ώρα.


Παρακολουθούσαμε συγκλονισμένοι τα λόγια του. Αν υπήρχε κάποιος Σοφοκλής στον Ψηλορείτη, ίσως να έγραφε μια καινούργια Αντιγόνη. Θα καταλάβαινε ότι οι αξίες του πολιτισμού μας δεν ξεχνιούνται και δεν χάνονται. Ο Γιώργης ο Βρέντζος μου μιλούσε για το χρέος απέναντι στο νεκρό.


Οι Ναζί είχαν σκοτώσει τον αδελφό του. Δηλαδή, ποιοι Γερμανοί, ο Μαγιάσης τον είχε σκοτώσει και τον είχε παρατήσει άταφο στον Ψηλορείτη. Για μια βδομάδα οι αέρηδες της Νίδας έδερναν το άψυχο σώμα του. Τα όρνια καραδοκούσαν. Σαν το έμαθε ο Γιώργης έψαχνε να βρει τρόπο να τον θάψει, να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές. Όπως γίνεται σε κάθε νεκρό.

Κοίταξα την κορνίζα με τις μαντινάδες του Δακανάλη.


Έλεγε ορθά κοφτά πως ο Μαγιάσης έπρεπε «αίμα κι αυτός να δώσει». Προσπαθούσα να καταλάβω αν εκείνο που είχε οπλίσει το χέρι του Βρέντζου ήταν οι νόμοι του γδικιωμού ή μήπως η ιδιότυπη φιλοπατρία με την οποία ήταν γαλουχημένοι οι Κρητικοί. Άλλωστε, ο άγραφος και απαράβατος νόμος που κρατούσε από τον αιώνα των κρητικών επαναστάσεων, τον 19ο, επέβαλε στον κάθε πατριώτη να γίνει αυτόκλητος τιμωρός του προδότη. Ομολογώ πως δεν κατάφερα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και να κατανοήσω τα κίνητρα. Ίσως να ήταν και τα δυο μαζί…


Έγραψα το ρεπορτάζ την επόμενη μέρα. Κι αυτό με δυσκολία. Σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να διαψεύσω τις προσδοκίες αυτού του ανθρώπου, να μην προδώσω την απρόσμενη εμπιστοσύνη του. Σκεφτόμουν, ακόμη, ότι οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές και πως 35 χρόνια δεν φτάνουν για να γίνει ιστορία κάποιο περιστατικό, όσο σημαντικό και να ’ναι. Απλώς οι προφορικές διηγήσεις το μετουσιώνουν σε θρύλο. Έτσι εξηγούσα όλες εκείνες τις εκδοχές που ακούγονταν σχεδόν παντού στο νησί για τον Κρητικό που μπήκε στο δικαστήριο και έκοψε το κεφάλι του προδότη.


Η ιστορία μας λοιπόν αρχίζει στα χρόνια της ναζιστικής Κατοχής, στον Ψηλορείτη. Δεν ήταν λίγοι οι βοσκοί που βρίσκονταν στα βουνά· ανάμεσά τους και τα δυο αδέλφια, ο Μιχάλης και ο Γιώργης Βρέντζος. Ένα γερμανικό στρατιωτικό απόσπασμα συλλαμβάνει τον Γιώργη. Τον κρατούν και αρχίζουν να τον ανακρίνουν. Κάποια στιγμή ακούγονται δυο πυροβολισμοί από μακριά. Ούτε ο Γιώργης, ούτε οι Γερμανοί ήξεραν τι συνέβαινε.


Ο ψυχωμένος βοσκός του Ψηλορείτη, όμως, αρχίζει να καταστρώνει σχέδια απόδρασης. Εκμυστηρεύτηκε τις προθέσεις του σε δυο Ανωγειανούς που εκτελούσαν χρέη οδηγών του γερμανικού αποσπάσματος, στον Κουκιαδονικόλα και στον Χρονομιχάλη. Κανείς δεν γνωρίζει αν τον ενθάρρυναν ή αν προσπάθησαν να τον αποστρέψουν.


Είχε νυχτώσει, περνούσαν οι ώρες, κόντευε να ξημερώσει. Δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Κι όταν άρχισε να χαράζει η μέρα, ο Γιώργης βρήκε ευκαιρία και το έβαλε στα πόδια. Απέδρασε… Οι Γερμανοί δεν τον πήραν χαμπάρι. Άλλωστε, αυτά τα άγρια βουνά τα ήξερε σαν το σπίτι του, εκεί είχε μεγαλώσει και τα κατατόπια τα κάτεχε καλά.


Σαν έφτασε στο πατρικό του διαπιστώνει ότι ο αδελφός του, ο Μιχάλης, δεν ήταν εκεί. Άρχισε να κακοβάνει. Τον ψάχνει παντού. Ρωτά τους βοσκούς· τίποτα. Κανείς δεν τον είχε συναντήσει, κανείς δεν ήξερε. Η έγνοια είχε αρχίσει να τον βασανίζει. Συνεχίζει να ψάχνει και την επόμενη νύχτα ανεβαίνει στον Ψηλορείτη. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και άνθρωπος δεν φαινόταν πουθενά. Αρχίζει να φωνάζει με όλη τη δύναμή του


«Μιχάλη, Μιχάλη, Μπρε συ Μιχάληηηη»…

Τίποτα.

Ακούγαμε τον Βρέντζο να αφηγείται και νιώθαμε στα σωθικά μας την αγωνία του. Βρήκα κουράγιο να τον διακόψω:

– Τι νόμιζες, τι πίστευες; Πού θα μπορούσε να βρισκόταν ο Μιχάλης;


– Είχα ακούσει τους δυο απανωτούς πυροβολισμούς και είχε περάσει από το μυαλό μου ότι κάπου θα ήταν τραυματίας. Γι’ αυτό τον φώναζα. Περίμενα να τον ακούσω να απηλογάται, σχεδίαζα να τον πάρω, να τον κατεβάσω στο χωριό και να τον περιποιηθώ. Αλλά απόκριση δεν πήρα.


Ήταν μια νύχτα μαρτυρική. Το ίδιο και η επόμενη μέρα. Ο Γιώργης άρχισε να πιστεύει ότι ο αδελφός του είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς και ότι θα τον κρατούσαν σε κάποιο στρατόπεδο στο Ηράκλειο. Παίρνει το δρόμο και κατεβαίνει στη Χώρα. Μεταφέρω και πάλι τα λόγια του:


– Στο Ηράκλειο ήταν ένας Γκεσταμπίτης, ο Καψάλης. Τον ήξερα και πήγα στο σπίτι του. Είντα να δεις εκεί; Ουρές ο κόσμος απόξω, όλοι ήθελαν να τον δουν, να ρωτήσουν για κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο. Περίμενα κι εγώ τη σειρά μου να τον –ε- δω. Την ώρα που περίμενα θωρώ δυο άλλους Γκεσταμπίτες να μπαίνουν μέσα, ο Τζουλιάς και ο Στιβακτάκης, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ τα ονόματά τους. Τα ρούχα τους μύριζαν αιματίλα, ήταν βαμμένα. Κάθονται στο γραφείο κι αρχίζουν να λένε για τα κατορθώματά ντως. Λέει ο ένας, «εσκοτώσαμε μωρέ δυο αντρακλαράδες. Ο ένας ετινάχτηκε δυο μέτρα απάνω όταν του δίναμε τη χαριστική βολή». Αηδίασα και ταράχτηκα, δεν εμπόρου να τους ακούω άλλο, κόντεψα να λιγοθυμήσω κι εσηκώθηκα κι έφυγα άπραχτος.


Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει κι αρχίζει να περπατά στους δρόμους. Φτάνει στα Λιοντάρια. Κι εκεί τον περίμενε μια απρόσμενη συνάντηση. Βλέπει μπροστά του τον Κυριακομιχάλη από τις Καμάρες. Ήταν κουμπάροι.

Τον αγκαλιάζει.


«Κουμπάρε Γιώργη», του λέει, «χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό. Εμείς σε κατέχαμε σκοτωμένο, εμάθαμε στο χωριό πως σε σκότωσαν οι Γερμανοί».


Σάλεψε ο νους του· άρχισε να βάνει πιο βαθιά στο μυαλό του το κακό. Κουβέντα με τη κουβέντα κατάλαβε τι ακριβώς είχε συμβεί… Ένα στρατιωτικό απόσπασμα είχε ανεβεί στον Ψηλορείτη από τις Καμάρες. Για οδηγό τους οι Γερμανοί είχαν πάρει ένα κοπέλι, ένα βοσκάκι από το χωριό. Ήταν ανηψάκι ενός συντέκνου των Βρέντζηδω και γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Μετά την περιπολία στον Ψηλορείτη το βοσκάκι επέστρεψε στο χωριό ταραγμένο.


Στους δικούς του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε γλιτώσει παρά τρίχα και ότι είχε ζήσει μια φρικτή εμπειρία στη Νίδα. Μπροστά στα μάτια του είχαν σκοτώσει ένα από τα πιο καλά παλικάρια των Ανωγείων, τον Γιώργη τον Βρέντζο. Ας φανταστούμε τώρα τη χαρά του Κυριακομιχάλη που έβλεπε μπροστά του τον άνθρωπο που νόμιζε σκοτωμένο! Αλλά ο Γιώργης δεν μπόρεσε να τη μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον κουμπάρο του. Ήταν σίγουρος πια· λάθος είχε κάνει το κοπέλι. Τον σκοτωμένο δεν τον έλεγαν Γιώργη αλλά Μιχάλη!


Μ’ αυτόν τον απίστευτο τρόπο έμαθε, μακριά από τον Ψηλορείτη, την πιο θλιβερή είδηση που μπορούσε να ακούσει. Έτσι εξηγούσε τους πυροβολισμούς που είχε ακούσει όταν ήταν κρατούμενος και τον ανέκριναν οι Γερμανοί.


Πήρε πάλι το δρόμο για τα Ανώγεια. Πήγε από το δρόμο της Δαμάστας, σταμάτησε στο Γενί Γκαβέ, στο χωριό όπου ήταν εγκατεστημένος ο Γερμανός φρούραρχος, ο Σήφης – έτσι τον έλεγαν. Του μίλησε παλικαρίσια. Του είπε για ένα παλικάρι που χάθηκε, τον Μιχάλη τον Βρέντζο. Και για τις πληροφορίες που έλεγαν πως ο Μιχάλης ήταν ήδη νεκρός στη Νίδα.


Παρέλειψε μόνο να του πει ότι ο Μιχάλης ήταν αδελφός του· προτίμησε να εμφανιστεί σαν απλός συγγενής, σαν ξάδελφος. Άρχισε να αραδιάζει επιχειρήματα· ο νεκρός δεν έπρεπε να μείνει άταφος, δεν το άντεχε κανείς Κρητικός να ξέρει πως ένα κουφάρι κείτεται στο χώμα άκλαυτο. Πείστηκε ο Γερμανός. Και τη μεθεπόμενη μέρα ξεκινούσε ένα απόσπασμα από το Γενί Γκαβέ.


Οκτώ Γερμανοί στρατιώτες, ο Σήφης ο φρούραρχος, ο Γιώργης και μερικοί άλλοι στενοί συγγενείς από τα Ανώγεια. Μαζί τους και ο Λιοντρογιάννης, ο Ταμπακογιάννης, ο Μακρομιχάλης, ο Κουλογιάννης ο Δήμαρχος, ο Μπατζογιάννης, ο παπα-Γιώργης και ο Μανόλης ο Κωνιός που εκτελούσε χρέη διερμηνέα.


Ανέβηκαν στη Νίδα· δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν τον Μιχάλη πάνω από το οροπέδιο, κοντά στη Σπηλιάρα – το Ιδαίον Άντρο. Εξέτασαν το άψυχο σώμα. Οι υποψίες του Γιώργη ήταν βάσιμες, δυστυχώς. Τον είχαν σκοτώσει με δυο σφαίρες, όσοι και οι πυροβολισμοί που είχε ακούσει. Τα ρούχα του ήταν ξεσκισμένα, ο μπέτης του φαινόταν ξεγυμνωμένος· στο στήθος, πάνω στη ρόγα, ήταν καρφωμένος ένας κάλυκας. Μερικοί δεν άντεξαν στο θέαμα και ξέσπασαν σε λυγμούς. Ακόμη και ο Σήφης, ο Γερμανός φρούραρχος, συγκλονίστηκε. Δεν πίστευε στα μάτια του.


Μεταφέρω λέξη προς λέξη την αφήγηση του Γιώργη του Βρέντζου:

– Ο Γερμανός φρούραρχος σάστισε και μας είπε: «Δεκατέσσερα χρόνια είμαι στη Γκεστάμπο. Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της. Ξέρω καλά τι πρέπει να κάνομε και σας λέω ότι τούτον εδώ τον άνθρωπο δεν τον εσκότωσε Γερμανός. Αν τον σκότωσε Γερμανός, εγώ σκίζω όλα τα βιβλία μου».


Αυτά πάνω – κάτω μας είπε όταν είδε τον κάλυκα καρφωμένο πάνω στη ρώγα του αδερφού μου και ήθελε να απολογηθεί, να πει πως οι Γερμανοί δεν βασανίζουν νεκρούς. Ανοίξαμε ένα λάκκο δίπλα στην εκκλησία της Ανάληψης, είδα και τον ίδιο τον φρούραρχο να σκάφτει. Τον θάψαμε· εγώ δεν άντεχα να μην τον αγγίξω, πρόλαβα και τον ακούμπησα στο χέρι. Το δέρμα του εμαδούσε…»


Πρώτο μέλημα του Γιώργη ήταν τώρα να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν δυσκολεύτηκε. Βρήκε το βοσκάκι από τις Καμάρες· τα ήξερε όλα. Και τα έκανε χαρτί και καλαμάρι. Κουμάντο στο γερμανικό απόσπασμα έκανε ένας Έλληνας, ο Μαγιάσης. Πιάσανε τον Μιχάλη, τον ανακρίνανε…


– Λέει του ο Μαγιάσης: «Εσύ Βρέντζο ετάισες πέρυσι τους αντάρτες». Απαντά του ο Μιχάλης πως δεν εκάτεχε ποιοι ήτανε, λέει του, εμείς στον τόπο μας το έχομε συνήθεια, παρατήρημα, να φιλεύγομε και να φιλοξενούμε κάθε περαστικό και δεν ρωτούμε ούτε ποιος είναι, ούτε πού πάει. Ο Μαγιάσης επέμενε, λέει του πως εκάτεχε ότι ήτανε αντάρτες. Και ο Μιχάλης επέμενε, δεν ήξερα, του λέει. Ήξερες, λέει ο ένας, δεν ήξερα λέει ο άλλος, ήξερες επιμένει ο Μαγιάσης.


Τελικά του λέει: Όταν σου λέω, πήγαινε στην πίσσα, θα πηγαίνεις στην πάνω μπάντα, στην κορφή κι όταν σου λέω, πήγαινε στον παράδεισο, θα έρχεσαι κοντά μου. Στην πάνω μπάντα έστεκε ένας Γερμανός με ταχυβόλο. Έτσι έγινε. Ο Μαγιάσης έβαλε τον αδερφό μου να πηγαίνει πάνω – κάτω, πάνω – κάτω. Άνοιξε δρομάκι να πηγαινόρχεται. Πάνω – κάτω, πάνω – κάτω συνέχεια. Στα στερνά αγανάκτησε και διαμαρτυρήθηκε.


Τραβά τότε το πιστόλι ο Μαγιάσης και τον πυροβολεί στ’ αυτί. Τον ρίχνει κάτω, του δίνει και τη χαριστική βολή. Το κοπέλι από τις Καμάρες, το κουμπαράκι μας τα θώρειε όλα αυτά. Για να μη μαρτυρήσει βγάνει ο Μαγιάσης το όπλο να το σκοτώσει. Ξεσηκώθηκαν τότε οι Γερμανοί, αντέδρασαν, δεν τον άφησαν να το κάνει και το κοπέλι εγλίτωσε…


Πέρασαν οι μέρες, έφυγαν οι Γερμανοί, ήρθε η μέρα της απελευθέρωσης. Στο μυαλό του Γιώργη δεν υπήρχε άλλη σκέψη από την εκδίκηση. Δεν άντεχε να μην πάρει πίσω το αίμα· ήθελε με κάθε τρόπο και κάθε θυσία να σκοτώσει τον προδότη.


– Όχι, δεν ήθελα να κάμω βεντέτα, δεν είχα εγώ οικογενειακά, ήθελα να τον σκοτώσω γιατί δεν είχε δικαίωμα να ζει, όχι μόνο γιατί είχε σκοτώσει τον αδελφό μου. Ξέρεις πόσους λάκκους είχε ανοίξει ο Μαγιάσης; Πόσα κοπέλια είχε αφήσει ορφανά, πόσες γυναίκες χήρες; Τρακόσους εξήντα δυο μετρημένους είχε σκοτώσει στην Κρήτη, τρακόσους εξήντα δυο…


Έμαθε ότι ο «λεγάμενος» (έτσι τον αποκάλεσε) είχε συλληφθεί στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση και ότι τον είχαν στείλει στην Κρήτη για να δικαστεί. Άρχισε να τον ψάχνει. Κατεβαίνει στο Ηράκλειο, βρίσκει τον τρόπο να προμηθευτεί ρούχα ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, τα φορά και βγαίνει στους δρόμους. Με αυτή τη στολή μπορούσε να πάει παντού. Σε τμήματα της χωροφυλακής, σε κρατητήρια, παντού· όλο και κάπου θα έβρισκε τον κρατούμενο δοσίλογο…


Χρόνια μετά θυμόταν πως ήταν δύσκολο· δεν μπορούσε να μιμηθεί ούτε το ζάλο, ούτε το ύφος του χωροφύλακα.

– Ντύθηκα χωροφύλακας αλλά δεν εκάτεχα να προπατώ με αυτή τη στολή, μου φαινόταν πως με ξάνοιγαν όλοι στο δρόμο. Κατάφερα να μπω στη φυλακή χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα. Εγύρισα όλα τα κελιά, είδα άλλους γκεσταμπίτες, είδα κρατούμενους, πουθενά ο Μαγιάσης. Τον είχανε στην απομόνωση.


Απογοητευμένος πετά τα ρούχα του χωροφύλακα και αρχίζει να σχεδιάζει άλλους τρόπους. Το μυαλό του δεν ησύχαζε ούτε στιγμή. Κάπως έτσι έφτασε η μέρα της δίκης. Τριάντα Απριλίου του 1947 (ο Γιώργης μου έλεγε πως ήταν το 1946, αλλά η μετέπειτα έρευνα κατέδειξε ότι η δίκη έγινε ένα χρόνο μετά). Τα μέτρα ασφαλείας αυστηρότατα. Η χωροφυλακή ήξερε ότι κινδύνευαν οι δοσίλογοι και έλεγχε εξονυχιστικά τον κάθε Κρητικό που περνούσε την πόρτα της δικαστικής αίθουσας. Έψαχναν μέσα στα στιβάνια, στις μασχάλες, στις ζώνες, παντού.


Ο Γιώργης ήταν μάρτυρας κατηγορίας. Δικηγόρος πολιτικής αγωγής ήταν ο συγχωριανός και θείος του, ο Βασίλης ο Βρέντζος. Πρωί – πρωί τον καλεί στο γραφείο του και του παίρνει με το ζόρι το όπλο και ένα στιλέτο που κρατούσε· τα άφησε πάνω στο δικηγορικό γραφείο και έφυγαν μαζί για το δικαστήριο. Μεταφέρω και πάλι τα λόγια του:


– Τον εξεγέλασα. Επήγα στην αγορά, βρίσκω ένα καλό μαχαίρι, βάνω το μαχαιρά να το ακονίσει να κόβει σαν ξυράφι, το παίρνω και φεύγω. Φτάνω στο δικαστήριο, αλλά πώς να περάσω; Περίμενα καρτερικά να κάμουν διάλειμμα και να αδειάσει η αίθουσα. Την ώρα αυτή σταμάτησαν οι έλεγχοι. Σιμώνω στην πόρτα, την ανοίγω λίγο – λίγο, κανείς δεν ήταν μέσα, προλαβαίνω και καρφώνω το μαχαίρι στο μαδέρι, στην πίσω μεριά, στο κούφωμα της πόρτας, αλλά κάτω χαμηλά για να μη φαίνεται. Σε λίγο ξανάρχισε η δίκη, πήγα κι εγώ, με έλεγξαν, έψαξαν ακόμη και στα τακούνια τω στιβανιώ μου.


Δεν ηύραν τίποτα, πέρασα στο διάδρομο, όχι μέσα στην αίθουσα, περιμένοντας την ευκαιρία να αρπάξω το μαχαίρι. Ο πρόεδρος φώναζε έναν – ένα τους μάρτυρες: Χριστομιχάλης Ξυλούρης, Στεφανογιώργης Δραμουντάνης, Παπαγιάννης Σκουλάς κι άλλοι, κι άλλοι. Ήταν να φωνάξει το όνομα του Γιώργη του Δραμουντάνη, αλλά κάνει λάθος και φωνάζει «Γεώργιος Βρέντζος», μπαίνω μέσα, σιμώνω και τότε καταλαβαίνει ο Πρόεδρος ότι έκανε λάθος.


Μου λέει να φύγω και να φέρουν τον Δραμουντάνη. Απάνω στη σύγχυση σκύβω πιάνω το μαχαίρι και ξαναβγαίνω στο διάδρομο χωρίς να με δει κανείς. Σε λίγη ώρα έρχεται η σειρά μου, με φωνάζουν, μπαίνω στην αίθουσα και θωρώ τον κακούργο να κάθεται και να τον προστατεύουν οι χωροφύλακες.


Λίγα δευτερόλεπτα μετά άρχιζε η κατάθεση… Τον ρωτά ο Πρόεδρος, «τι γνωρίζετε διά την εκδικαζομένην υπόθεσιν, κύριε μάρτυς;» Απάντηση καμιά. Σαν να μην άκουγε, να μην επικοινωνούσε· αλλού ήταν εκείνου ο νους του. Ξαναρωτά ο Πρόεδρος: «Κύριε μάρτυς, καταλάβατε τι σας ρώτησα;»


Ο Γιώργης κουνά το κεφάλι, «ναι, ναι, εκατάλαβα», λέει. «Τι γνωρίζετε, λοιπόν;» Πάλι σιωπή. Και αναστάτωση. Όλοι τον κοιτάζουν καθώς στέκεται σχεδόν αποσβολωμένος μπροστά στους δικαστές. Αρχίζει να ψελλίζει κάτι μισόλογα, μασημένα. «Μα δεν έχετε εδώ το μυαλό σας, κύριε μάρτυς;» ξαναλέει απορημένος ο Πρόεδρος. Και φυσικά δεν το είχε. Τότε ακριβώς κάνει ένα βήμα πίσω. Όλοι τον κοιτάζουν. Σαν αστραπή τραβά το μαχαίρι και το καρφώνει με δύναμη στην κοιλιά του Μαγιάση. Χώνεται η λεπίδα στο σώμα του.


Ο Βρέντζος νιώθει το κεφάλι του να βουίζει· ένας χωροφύλακας τον είχε χτυπήσει με τον υποκόπανο του όπλου· άλλος ένας τον χτυπά στο χέρι, το δεξί· μαραίνεται. Αλλά το πείσμα δεν τον αφήνει. Πιάνει τη λαβή με το άλλο χέρι, το αριστερό· δεύτερη μαχαιριά… αίματα, φωνές, ο Μαγιάσης λυγίζει, οι δικαστές αποχωρούν, κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει τι έγινε τότε στο δικαστήριο.


Οι χωροφύλακες είναι έτοιμοι να δράσουν, ίσως να τον χτυπούσαν πιο βαριά, ίσως και να τον σκότωναν ακόμη· τόσο δύσκολες ήταν αυτές οι μέρες. Την ώρα εκείνη ακούγεται η φωνή ενός άλλου χωροφύλακα, Κλάδο τον έλεγαν, «μην τον πειράξετε γιατί έχουν ζώσει οι Ανωγειανοί το δικαστήριο». Ψέματα το έλεγε. Αλλά αυτό το ψέμα έκανε τα πνεύματα να ηρεμήσουν. «Θέλω τον Εισαγγελέα», ακούγεται η φωνή του Βρέντζου. Το μαχαίρι το κρατούσε ακόμη στο χέρι του. Σαν ήρθε ο Εισαγγελέας, πλησίασε με θάρρος. Παρέδωσε το ματωμένο μαχαίρι και δήλωσε πως δεν θέλει να κάνει κακό σε κανέναν άλλο.


– Του είπα να με δικάσει, να με συλλάβει, να κάνει ό,τι λέει ο νόμος. Εγώ ήμουν ήρεμος πια, είχα ξαλαφρώσει, είχα κάνει αυτό που έπρεπε. Γυρίζω πίσω και θωρώ ανθρώπους να κλαίνε από χαρά και συγκίνηση, άλλοι με χειροκροτούσαν, άλλοι φώναζαν μπράβο. Με έκλεισαν στη φυλακή και με πήγαν στα Χανιά για να δικαστώ.






Ο Βρέντζος θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία· από την αρχή ως το τέλος. Στις «Κρητικές Εικόνες» του 1982 έγραφα πως όλες αυτές οι λεπτομέρειες «δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν στον περιορισμένο χώρο του περιοδικού». Το ίδιο λέω και σήμερα.


Στα Χανιά, στο δικαστήριο, ο Βρέντζος παρακολουθούσε τη δίκη του σχεδόν αδιάφορος. Ο Εισαγγελέας είχε προτείνει την ενοχή και την θανατική καταδίκη του. Αλλά και πάλι ένα απρόβλεπτο γεγονός ήρθε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Ο Καπετάν Γύπαρης έφτασε στο δικαστήριο, έβγαλε ένα χαρτί, το παρέδωσε. Ήταν μια απόφαση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής. Ο Βρέντζος θυμόταν πως η απόφαση καλούσε τους Κρητικούς να σκοτώσουν τον Μαγιάση και τους άλλους γκεσταμπίτες. Επομένως, δεν επρόκειτο για ένα φονικό· το θεώρησαν ως καθήκον απέναντι στην πατρίδα.


Ο Βρέντζος αθωώθηκε. Γύρισε στο χωριό του σαν ήρωας. Κι από τότε κάθε χρόνο ανηφόριζε στη Νίδα τη μέρα της Ανάληψης για να κάνει το μνημόσυνο του αδελφού του.


Λίγα χρόνια μετά τη συνέντευξη ο Γιώργης ο Βρέντζος πέθανε. Πήγε να συναντήσει τον αδελφό του και τους άλλους μάρτυρες του αγώνα.


Φέτος το καλοκαίρι που βρέθηκα στη Νίδα συνάντησα τον Γιάννη τον Καλομοίρη, στο περίπτερο του Στελή του Σταυρακάκη, μαζί με μια παρέα Ανωγειανών. Δεν τον γνώρισα. Αλλά και δεν χρειάστηκε πολύ για να θυμηθώ τον άνθρωπο που με είχε βοηθήσει το φθινόπωρο του 1982, νέο δημοσιογράφο τότε, να ζήσω μια μοναδική στιγμή· την πρώτη και τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο πρωταγωνιστής μιας από τις πιο παράξενες μετακατοχικές ιστορίες, ο ήρωας των ανωγειανών και των καστρινών θρύλων.


Ο Μαγιάσης… «ΕΛΑΣίτης»

Δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ πότε και πώς είχε συλληφθεί ο Μαγιάσης και κάτω από ποιες συνθήκες οδηγήθηκε στο δικαστήριο δοσιλόγων. Το έμαθα τυχαία φέτος από ένα φίλο που ασχολείται συστηματικά με την ιστορία αυτής της περιόδου. Και το δημοσιεύω εδώ γιατί ίσως να φωτίζει μια ακόμη πλευρά της ιστορίας.


Μετά την απελευθέρωση ο περιβόητος Μαγιάσης παρίστανε… τον αντιστασιακό. Φόρεσε στολή αντάρτη, έβαλε στο καπέλο του το σήμα του ΕΛΑΣ και άρχισε να κυκλοφορεί στην Αθήνα, εκεί που κανείς δεν γνώριζε για τη δράση του στην Κρήτη. Έτσι… λεβέντη και περιβεβλημένο με το κλέος του ήρωα τον συνάντησε ένας Κρητικός, ονόματι Μαμαλάκης, στην Ομόνοια.


Ο Μαμαλάκης συνεργαζόταν με ένα ναυτιλιακό πρακτορείο, μάλλον ήταν οικογενειακή επιχείρηση και ασχολούνταν με μεταφορές από και προς την Κρήτη με ιδιόκτητα καΐκια. Το κλίμα στην Αθήνα ήταν παράξενο. Κόσμος πολύς στους δρόμους, οι Έλληνες έβγαιναν από μια μεγάλη περιπέτεια η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον ήταν έκδηλη. Όπως ήταν έκδηλη και η σύγχυση.


Ο Μαγιάσης μπήκε στο πρακτορείο και άρχισε να διαπραγματεύεται τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ελαιολάδου από την Κρήτη στην Πελοπόννησο. Κανείς δεν ξέρει με ποιόν τρόπο είχε αποκτήσει τόσο λάδι. Ή, μάλλον, όλοι υποψιαζόμαστε. Αν και η πείνα θέριζε τις ανθρώπινες ζωές οι συνεργάτες των κατακτητών είχαν τον τρόπο τους.


Έτριβε τα μάτια του ο Μαμαλάκης. Δεν πίστευε ότι ο άνθρωπος που είχε μπροστά του ήταν ο μακελάρης της Κρήτης, και μάλιστα ντυμένος με στολή αντάρτη. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του δοσίλογου. Αντί να διαπραγματευτεί τη μεταφορά ο ναυτιλιακός πράκτορας, φρόντισε να ενημερώσει τον ΕΛΑΣ ή κάποιον άλλο. Έτσι συνελήφθη ο Μαγιάσης…
ΠΗΓΉ

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Σαν σήμερα λήγει ο τρίχρονος ένοπλος λαϊκός αγώνας του ΔΣΕ (Αφορμές για να μάθετε την ιστορία του)

Αποτέλεσμα εικόνας για δσεΣαν σήμερα το 1949 με την πτώση του υψώματος Κάμενικ λήγει στις 29 με 30 Αυγούστου η τελική φάση της μάχης στο Γράμμο ανάμεσα στο Δημοκρατικό Στρατό και τις κυβερνητικές δυνάμεις. Ο Δημοκρατικός Στρατός υποχωρεί συντεταγμένα προς τη ΛΔ της Αλβανίας, ακυρώνοντας τη βασική επιδίωξη της αστικής τάξης να τον εκμηδενίσει.
Αποτέλεσμα εικόνας για δσε
Ο τρίχρονος ένοπλος αγώνας, η κορυφαία αυτή περίοδος της ταξικής πάλης στη χώρα μας τον αιώνα που μας πέρασε, έλαβε τέλος. Ωστόσο, τα διδάγματά του παραμένουν φωτεινά: Δόξα και Τιμή στους ήρωες του ΔΣΕ.