Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής, μια σπάνια μαρτυρία του ασυρματιστή του

21 Ιούνη 1949 «σκοτώνεται σε μάχη στα Μάρμαρα Φθιώτιδας ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ από ταdiamanths-2μαθητικά του χρόνια και αργότερα, όντας φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έγινε μέλος του ΚΚΕ. Συμμετείχε δραστήρια σε όλους τους φοιτητικούς και λαϊκούς αγώνες, ενώ όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος πολέμησε στο μέτωπο. Από τους πρώτους αντάρτες στον Παρνασσό, μετείχε στην ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου» (902,gr). Μετά τη Βάρκιζα πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του ΔΣΕ Παρνασσίδας και Ρούμελης.
«Το 1948 με το βαθμό του υποστράτηγου διορίστηκε από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Από τη θέση αυτή αναδείχθηκαν οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη – Γιώτη, υποστράτηγο, διοικητή της Ι Μεραρχίας, τέλος του 1948 χτύπησαν την Καρδίτσα, ενώ στις αρχές του 1949 κατέλαβαν το Καρπενήσι, το οποίο κράτησαν επί ένα 20ήμερο» (902,gr). 
Σήμερα δημοσιεύουμε τη μαρτυρία του ασυρματιστή του Διαμαντή, Νίκου Μανιά, σμηναγού ε.α., όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του (ιδιωτική έκδοση την οποία επιμελήθηκε ο Γιώργης Μωραΐτης – συνέβαλα και εγώ) με τίτλο «Στον ασύρματο της Ρούμελης». Μια σπάνια και μοναδική μαρτυρία, ενός ανθρώπου που ήταν στο τμήμα του Διαμαντή όταν δέχτηκαν την επίθεση του κυβερνητικού στρατού.  Πολύτιμη ιστορική μαρτυρία.
Στο τέλος της μαρτυρίας δίνουμε το βιογραφικό του Νίκου Μανιά.
Diamntis1
Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής
Υστέρα από πολλές περιπλανήσεις και πορείες μέσα σε περιοχή γεμάτη στρατό, είχε έρθει και μεγάλο τμήμα από την Πελοπόννησο, βρεθήκαμε ανά­μεσα στο Γαρδίκι Ομιλαίων και Αργύρια, πιο κάτω. Το μέρος ήταν πιασμένο. Πάμε να περάσουμε. Μας βάζουν πυρά. Δεν πήραν κανέναν. Προχωρούμε σιγά σιγά. Κλει­νόμαστε σ’ ένα ύψωμα κάτω χαμηλά στη ρεματιά. Όλη τη μέρα έτοιμοι για μάχη. Απέναντι έβαζαν φωτιές στα μαντριά και τις καλύβες. Έψαχναν, πυροβολούσαν, μα εμάς δεν μας ενόχλησαν. Ίσως δεν μας πήραν χαμπάρι που ήμασταν ή ήθελαν να μας πιάσουν ζωντανούς.
Κατά το δειλινό φθάσαμε σιγά σιγά κοντά στα Μάρμαρα. Στην άκρη του αντερείσματος που βρίσκεται ανατολικά τους και που φτάνει μέχρι κάτω στη ρεματιά. Κολλήσαμε σα βδέλλες στο χείλος του αντερείσματος. Ήμασταν εγώ, ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ο Γιώργος Σα­φάκας, ο Ηλίας Μανούκας, ο Κώστας Καραγιώργος, ο Θανάσης Κούμαρος, ο Θανάσης Σκαλτσάς, ο Γιώργος Ραυτόπουλος, η Μ. Κάιλα, η Τασία Σφήκα, αδελφή του Βασίλη Σφήκα που πέθανε στην Τασκένδη. Κι άλλοι, πού να θυμάμαι. Πέρασε πάνω από μισός αιώνας. Θα ήμα­σταν περίπου 50-60 άτομα. Λοιπόν, κολλάμε στην άκρη στο αντέρεισμα. Κάτω χαμηλά ήταν χαμηλό και γυμνό. Είχε φαγωσιές από βροχές και πλημμύρες. Ο Διαμαντής πιάνει την άκρη της προεξοχής του αντερείσματος που είχε κλίση προς τα κάτω. Παίρνει ένα οπλοπολυβόλο και μαζεύει μερικές σφαίρες και κάθεται μόνος του εκεί σκοπευτής.
Ήταν ηλιοβασίλεμα. Ακουστήκαν κάτι φωνές πιο πάνω. Βλέπουμε τρεις στρατιώτες να ’ρχονται προς τα κάτω, δηλαδή προς το μέρος μας, ψάχνοντας στους θά­μνους. Ο ένας ξέκοψε και συνέχισε να βαδίζει προς το μέρος μας. Σταμάτησε λίγο πιο πάνω και είπε στους άλλους δυo που τον περίμεναν πως δεν είδε τίποτα. Γύρνα, του λένε εκείνοι. Γύρισε εκείνος και πήγαινε προς τα πάνω. Έτοιμοι ήμασταν να ρίξουμε. Κρατήσαμε την ανάσα μας. Μας έμεινε τώρα ο θάνατος. Όλη τη νύχτα βαδίζαμε. Πέφτουμε κάτω στη ρεματιά και βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο μέρος. Τα πόδια δεν κρατούν άλλο. Ο ένας σέρνει τον άλλο.
Βρεθήκαμε στην ανατολική πλευρά του αντερείσμα­τος. Στην πλαγιά που κατέληγε κάτω ανατολικά στη μεγάλη ξηρορεματιά κι άρχιζε το βουνό της Οίτης. Να φανταστείτε πως απ’ το ύψωμα του αντερείσματος μέ­χρι τη μεγάλη ρεματιά ήταν δεν ήταν 600 μέτρα. Εμείς ήμασταν στο μέσο. Είχε γουπατάκια γυμνά με φτέρες, είχε και έλατα, κέδρα κι άλλους θάμνους. Αυτό το μέρος λέγεται Αϊ-Γιάννης. Τρυπώσαμε μέσα στα ελατάκια και τις ψηλές φτέρες.
Ήταν η καταραμένη μέρα, 21 Ιούνη 1949. Βλέπουμε κάτω στο δρόμο στρατό με μεταγωγικά. Περνούσαν τη ρεματιά και τραβούσαν προς την Καστριώτισσα. Χαρή­καμε. Είπαμε μέσα μας πως φεύγουν και θα τη γλι­τώσουμε. Αμ δε. Άξαφνα βλέπουμε να σταματούν, να κάνουν μεταβολή και να γυρίζουν πίσω. Πώς και γιατί έγινε αυτό δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε. Κά­ποιος μας έφυγε, πήγε παραδόθηκε και μαρτύρησε πως ήμασταν σ’ αυτό το μέρος. Άκουσα το Διαμαντή να λέει στον Σαφάκα:
— «Κοίτα ρε Γιώργο ποιος μας λείπει».
Και πράγματι, έλειπε μια αγωνίστρια. Δεν βάσταξε άλλο το φριχτό μαρτύριο.
— «Α τη στρίγγλα», είπε ο Διαμαντής. «Μας πρόδω­σε».
Δεν άργησαν να φτάσουν από πάνω απ’ το αντέρει­σμα, που ήταν μυρμήγκια ο στρατός, μαζί με σκυλιά που γάβγιζαν. Το πήραν παγανιά. Άρχιζαν να φωνάζουν. Εδώ κάτω είναι, έλεγαν και τα σκυλιά γάβγιζαν μαζί τους. Εκείνη την κρίσιμη ιστορική στιγμή, γίνεται μικρό συμβούλιο σ’ αυτό το αλωνάκι με τις φτέρες που ήμα­σταν όλοι μαζεμένοι και πανικοβλημένοι.
Ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ένας Θύμιος, ο Ραυτόπου­λος κι εγώ, λέμε τι πρέπει να κάνουμε.
— «Τα όπλα στα χέρια, λέει ο Διαμαντής, δε θα πάμε προς τα κάτω γιατί είναι πιασμένο, ούτε καταπάνω για­τί είναι γεμάτο στρατό. Θα βαδίσουμε παράλληλα να βγούμε στη βρύση που πάει για Καστριώτισσα και να ξεφύγουμε. Στο δρόμο αυτό θα πολεμήσουμε κι όποιος γλιτώσει. Εσύ Νίκο, γυρίζει και μου λέει ο αετός, πήγαι­νε καμιά 50αριά μέτρα πιο πέρα κι ό,τι δεις να ’ρθεις να το πεις».
Έτσι κι έγινε. Πήγα σιγά σιγά. Κάθομαι πίσω από ένα έλατο. Πιο πέρα στα 30-40 μέτρα βλέπω ένα στρα­τιώτη. Κοίταγα και κρυβόμουν. Κοίταγε κι εκείνος και κρυβόταν. Παίζαμε κρυφτούλι. Τρέχω και λέω στον Δια­μαντή.
— «Αρχηγέ είναι κι από μπροστά μας».
Ώσπου να τα πω αυτά, πλάκωσαν από πάνω με φω­νές, χουγιαχτά, σκυλιά και θόρυβο. Γελούσαν.
— «Εδώ είναι ρε παιδιά».
Και τι δεν άκουγες. Πανικός. Οι περισσότεροι κά­ναμε τον κατήφορο. Την ώρα εκείνη ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Κι ένα «ωχ». Μπορεί να σκοτώθηκε τότε ο Διαμαντής, μπορεί και όχι, να σκοτώθηκε αργότερα γιατί οι πυροβολισμοί αυξήθηκαν. Μπορεί και να τους αντιστάθηκε. Μπορεί το «ωχ» να ήταν άλλου. Ποιος τον σκότωσε; Μπορεί αυτοί ή κανένας δικός μας. Δεν ξέρω, ούτε μπορώ να πω με σιγουριά. Άκουσα τον πυροβολι­σμό και το «ωχ». Αυτό το λέω υπεύθυνα και είναι αλη­θινό γεγονός κι ας το κρίνει η ιστορία.
Φτάνω πιο κάτω. Δεν πήγα μέχρι τη ρεματιά. Το μέ­ρος ήταν απότομο, πολύ κατηφοριαστό, με κάτι πλάκες γλιστερές, έτρεχε λίγο νερό και κατέληγε σε μια λίμπα γεμάτη. Πέφτω μέσα στο νερό απ’ τη γλιστερή κρεμαστή και βλέπω κόκκινο το νερό. Λίγο χτύπησα στο κεφάλι με το όπλο μου και μάτωσε και χρωμάτισε το νερό. Πού να σκεφτώ τώρα αίματα και κολοκύθια. Κάνω 5 βήματα κι ακούω μέσα από ένα πυκνό θάμνο.
— «Εϊ, Εϊ. Μην πάτε κάτω στη ρεματιά θα σας πιά­σουν».
Ήταν ο Γ. Ραυτόπουλος κρυμμένος, δεν μπορού­σε να τρέξει γιατί έπασχε από άσθμα. Γλίτωσε και κατέ­φυγε στην Πολωνία σαν πολιτικός πρόσφυγας. Κάτω στο ρέμα όσοι πήγαιναν έπεφταν απάνω τους και πιάνονταν. Κάτω ακούγονταν ντουφεκιές, φωνές, χαμός.
— «Παραδοθείτε», φώναζαν. Πιάστηκε ο τάδε. Πιά­στηκε ο Σαφάκας.
Ένας φώναζε με τον τηλεβόα: Παραδοθείτε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι.
Τρέχω παράλληλα. Είχε ντούσκα. Πίσω δυο σύντρο­φοι, η Μαρούλα Κάιλα, η Τασία Σφήκα και κάνα δυο άλλοι. Εγώ μπροστά. Για μια στιγμή περνάμε ένα γού­πατο και βγαίνουμε σ’ ένα υψωματάκι και βρεθήκαμε απέναντί τους στα 200 μέτρα. Μας ρίχνουν μερικές ρι­πές για εκφοβισμό. Γυρίζω και βλέπω ένα φαντάρο πε­σμένο με οπλοπολυβόλο και έναν όρθιο να μας κοιτάνε με ένταση και να φωνάζουν:
— «Παραδοθείτε ρε παιδιά. Τι χαζομάρες είναι αυ­τές;».
Τρέχουμε. Ανεβαίνουμε. Πίσω μας ήταν ένα χωματέ­νιο φυσικό τειχάκι. Οι ριπές περνούσαν πάνω απ’ τα κε­φάλια μας. Φτάνουμε σ’ ένα σημείο που στο αντέρεισμα ήταν μια γλυψιά. Ίσως παλιά να έγινε πυρκαγιά κι ήταν γυμνό. Μόνο φτέρες και ξεκινούσε από το υψηλότερο μέρος του αντερείσματος μέχρι τη ρεματιά και πλάτος γύρω στα 100 μέτρα. Μόλις μας είδαν στο ξέφωτο από πάνω άρχισαν να βάζουν και να τρέχουν προς τα εμάς. Κοπήκαμε. Εγώ ήμουν γρήγορος στα πόδια και συνέχι­σα παράλληλα και προς τα πάνω. Οι άλλοι πήραν τον κατήφορο για το ρέμα όπου ίσως και πιάστηκαν. Με ακολούθησε μόνο η Τασία Σφήκα κλαίοντας.
— «Μην κλαις της έλεγα. Τώρα θα βγούμε στη βρύση και θα γλιτώσουμε». Πέρασα το ξέφωτο και μπήκα στο δασωμένο. Η Τασία κοντά μου ασθμαίνοντας και μου­τσοκλέοντας. Πλησιάζω στα 100 μέτρα στη βρύση και τι να δω. Γεμάτο φαντάρους και μεταγωγικά. Τότε γυρί­ζω πίσω. Κρύβω το όπλο μου, είχα δυο χειροβομβίδες «μιλς» για το τέλος μου και τον εχθρό.

Με την ψυχή στα δόντια
Από το ρέμα φώναζαν: Δυο βρίσκονται στο δασω­μένο. Τρέξτε να τους πιάσετε. Και ω του θαύ­ματος. Τι να πω ρε παιδιά. Εκεί που έφευγα βρήκα ένα μέρος κατάλληλο για κρυψώνα. Ήταν μια manias34πέτρα μεγάλη κι είχε σα σπηλιούλα η οποία μεγάλωνε, μ’ ένα πυκνό κλείδωνα. Ήταν μια μικρή σπηλιά. Ούτε παραγγελιά να την είχα. Βλέπετε τι πράγματα συμβαίνουν στην πολυ­τάραχη ζωή του ανθρώπου;
Αργότερα το μετάνιωσα γιατί δεν πήγα καταπάνω τους να με σκοτώσουν και να γλιτώσω τα άλλα χειρό­τερα που υπέφερα. Χωνόμαστε μέσα. Η χειροβομβίδα έτοιμη για δράση. Ήταν μεσημέρι. Καλοκαιρινή μέρα, μεγάλη. Ακούμε κάποια στιγμή:
— «Βρε είναι εκεί κοντά. Τρουπώσανε σε μια πέτρα», λέει ένας.
— «Άντε ρε που κυνηγάτε τον κόσμο σα να ’ναι λαγοί, λέει ένας άλλος». Θάρρεψα απ’ αυτό λίγο. Ίσως να ’ταν κανένα παιδί δικό μας, Ελασίτης. Ένας δικός μας ανέβη­κε σ’ ένα έλατο. Τον είδαν.
— «Κατέβα κάτω ρε», του φώναζαν.
— «Δεν κατεβαίνω», έλεγε αυτός.
Έριξαν και τον σκότωσαν. Όλα αυτά τα άκουγα απ’ την κρυψώνα. Νύχτωσε. Έβαζαν φωτιά στο μέρος, έκαι­γαν τα κούτσουρα και τα ξερόκλαδα για να φέγγει και να μας δουν και να μας πιάσουν.
Ξεκινάω για τα Μάρμαρα. Αντίθετα από εκεί που πηγαίναμε. Δηλαδή, γυρίζαμε πίσω. Η Τασία δεν έπαψε να κλαίει. Ήταν περίπου μεσάνυχτα. Έφαγε καναδυό χαστούκια να πάψει. Κάποιος γλίστρησε τη νύχτα στο δάσος κι έκανε το σύνθημα τσ – τσ – τσ που κάναμε όταν είχαμε λούφα. Αμέσως αποκρίθηκε η Τασία. Εγώ της βούλωσα το στόμα, γιατί δεν ήξερα μήπως ήταν παγίδα. Όλη την ώρα βαδίζαμε για το ύψωμα του αντερείσματος, να βγούμε στο δρόμο που βγαίνει στα Μάρμαρα. Βάδιζα 10 μέτρα κι αφουγκραζόμουν. Είχα οξεία ακοή, ασυρ­ματιστής ήμουν. Άκουγα τα πάντα. Τη νύχτα φώναζαν απ’ τον τηλεβόα. Με τη χαρακτηριστική φωνή του ένας εκφωνητής που δεν έμοιαζε η φωνή του με τη ρουμελιώ­τικη διάλεκτο ή μοτίβο, αλλά φαινόταν πως ήταν νησιώ­της ή Πειραιώτης. Φώναζε λοιπόν, το θυμάμαι σαν τώρα, μέσα στη νύχτα:
— «Συναγωνιστήήή. Σήμερον σκοτώθηκε ο Διαμαντής, ο λοχαγός Σαφάκας πιάστηκε, πολλοί παραδόθηκαν, ο Γράμμος έπεσε κι όλοι έφυγαν για Αλβανία. Εσείς τι κάθεστε; Γιατί δεν παραδίνεστε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι; Αν μέχρι αύριο στις 9 το πρωί δεν παραδοθείτε στον εθνικό στρατό, όποιος συλλαμβάνεται θα εκτελείται επί τόπου. Εντάξει;».
Αυτά άκουγα και προσεχτικά τραβούσα για τη ράχη του αντερείσματος και να φύγω για τα Μάρμαρα που βρισκόταν ακριβώς πίσω και κάτω απ’ την άλλη πλευρά. Μέχρι να φτάσω στο ύψωμα θα ήταν περίπου μεσάνυ­χτα. Αστροφεγγιά. Έφτασα πίσω από ένα κέδρο φου­ντωτό και έβαλα αυτί και μάτι να δω κίνηση πάνω στο πλατάνι, να ακούσω θόρυβο ή φωνή. Το ύψωμα ήταν ίσιο και γυμνό, μόνο φτέρες και θα είχε πλάτος 50-60 μέτρα και μάκρος πολύ μεγάλο. Αφουγκράστηκα και κοίταζα μην έχουν στήσει ενέδρα με πολυβόλο. Δεν είδα, τουλά­χιστον σε 50 μέτρα κάτι τέτοιο. Μόνο πιο κάτω στα 150 μέτρα περίπου, βοσκούσαν δυο άλογα ή μουλάρια.
Λέω της Τασίας να ετοιμαστεί να τρέξουμε γρήγορα το γυμνό και να μπούμε στο δασωμένο. Έτσι κι έγινε. Τρέχουμε γρήγορα και μπαίνουμε στο δάσος. Ήταν κα­τηφοριαστό το μέρος. Και κατά σύμπτωση πέσαμε στη στράτα. Ήταν όλο πέτρες και το χώμα δουλεμένο απ’ τα μεταγωγικά και τις αρβύλες του στρατού. Κατάλαβα πως πέρασε πολύς κόσμος από εκεί αλλά δεν ήξερα πού κατευθύνθηκε. Μου καρφώθηκε στο μυαλό να πάω στο χωριό. Ήξερα πως ήταν ακατοίκητο εδώ και 2 χρόνια, αν όχι παραπάνω. Ετοιμαζόμουν να πάω στην πλατεία όπου εκεί ήταν και βρύση. Μόλις φτάνουμε στο κορφινό σπίτι, ακούγω γαύγισμα σκυλιού απ’ την πλατεία. Μ’ έβαλε σε υποψία, πού βρέθηκε ζωντανό σε νεκρό κι έρη­μο χωριό. Αλλάζω γνώμη και πηδώ τη μάντρα του πρώ­του σπιτιού. Μπήκαμε μέσα στην αυλή. Ήταν μικρή, το σπιτάκι μικρό και η αυλή χορταριασμένη, όλο τσουκνίδα. Ανοιχτή μια ξυλόπορτα σπασμένη. Μπαίνουμε μέσα και ανεβαίνουμε στο ταβάνι. Εκεί μας πηρέ ο ύπνος. Το πρωί με την ανατολή του ηλίου με ξυπνάει κλαίοντας η Τασία.
— «Γιατί κλαις; Τι θέλεις;».
— «Κοίτα» μου λέει.
Έσκυψα και κοίταξα απ’ το άνοιγμα της οροφής, στρατό με τις καραβάνες να κατεβαίνει απ’ το υψωμα­τάκι που βρισκόταν πάνω απ’ το χωριό, στην πλατεία για συσσίτιο. Φωνές, θόρυβος, χαλασμός. Είχαν βάλει καζάνια στην πλατεία και μοίραζαν συσσίτιο.
Καθίσαμε όλη μέρα εκεί στο ταβάνι. Πεινούσα. Στη μικρή αυλή ήταν μια κερασιά με κεράσια. Κατέβηκα με χίλιες προφυλάξεις και έφαγα κάμποσα κεράσια κι έδωσα και στην Τασία. Κατά το δειλινό άκουσα φωνές και συζήτηση πιο κάτω στο δρόμο. Ένας έλεγε: «Θα τον  πάτε έξω απ’ το χωριό και θα τον εκτελέσετε». Υστέρα από λίγο ακούστηκε ο πυροβολισμός. Έκλαψα πικρά. Μάτωσε η ψυχή μου. Ποιο παλικάρι να πλήρωσε με τη ζωή του αυτή τη τραγωδία; Μ’ έπιασε μελαγχολία και αγωνία. Δε φοβήθηκα αλλά πεισμάτωσα περισσότερο. Άλλωστε σε τέτοιες στιγμές δεν υπάρχει καιρός να φο­βηθείς. Βλέπεις το θάνατο πάντοτε μπροστά σου και τον συνηθίζεις.
Σαν νύχτωσε, φεύγουμε απ’ αυτό το σπιτάκι και τρέχοντας προς τα κάτω περάσαμε έναν κήπο, θυμάμαι, γεμάτο δέντρα καρποφόρα, τα περισσότερα κερασιές. Φτάσαμε στη ρεματιά και πηγαίναμε για το Νικολίτσι. Στο δρόμο τη νύχτα πέσαμε σε μια χαράδρα πυκνο­δασωμένη κι όσο να την περάσουμε στην άλλη άκρη, μας πήραν τα χαράματα. Εκεί έχασα τα μισά μαλλιά απ’ το κεφάλι μου. Είχα πολύ πυκνό μαλλί. Το ’χασα στα δέντρα. Βγήκε ο ήλιος και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου δρόμο πολύ αλεσμένο. Κατάλαβα. Πέρασε στρατός. Πλησιάζουμε στο δρόμο και κρυβόμαστε 7-8 μέτρα μα­κριά του, μέσα σ’ ένα πυκνό θάμνο. Καθίσαμε μέχρι το μεσημέρι. Σε λίγο ακούγεται θόρυβος, ποδοβολητό και φωνές.
Κοιτάω στο δρόμο, απ’ το θάμνο πιο κάτω έρχονταν στρατός με μεταγωγικά φορτωμένα τσουβάλια, κάσες κι άλλα τρόφιμα. Οι στρατιώτες οι περισσότεροι ήταν καβάλα και τα όπλα τους χιαστί. Έλεγαν διάφορα. Πέ­ρασαν μπροστά μας χωρίς να μας αντιληφθούν, αφού ήμασταν καλά κρυμμένοι. Αυτή η φάλαγγα κατευθύνο­νταν προς το Γαρδίκι Ομιλαίων μάλλον.
Αφού πέρασαν και κατέβηκε πολύ ο ήλιος σηκω­θήκαμε και φεύγοντας φτάσαμε σ’ ένα καλυβάκι που ήταν χωμένο σε κάτι μεγάλες μουριές και η σκεπή του ήταν με τσίγκο. Ανέβηκα στη σκεπή και τι να δω. Όλη η σκεπή ήταν σκεπασμένη από μούρες άσπρες, άλλες σταφιδιασμένες κι άλλες φρέσκες και πολλές ακρίδες να τις τρώνε. Ρίχτηκα με λαιμαργία κι άρχισα να τρώω μούρες χωρίς διάκριση, ούτε λογαριάζοντας τις ακρίδες. Η Τασία κάθονταν κάτω και προσπαθούσε να φτάσει τα μούρα απ’ τα κλωνάρια.
Φύγαμε για το χωριό Μαυρίλο. Κοιτάμε αν υπάρχει κίνηση στο χωριό. Δεν υπήρχε. Πήγαμε στον πλάτανο στη πλατεία. Υπήρχε κακαβολίθι και στάχτη. Κάποιοι είχαν βράσει καλαμποκόσπυρα. Ποιοι να ’ταν; Δεν ξέρω. Βλέ­πω κάποιον να βγαίνει από ένα σοκάκι και να ’ρχεται προς τα μάς. Ήταν ντυμένος χωριάτικα με μαύρη τσού­κνα και ταγάρι στον ώμο.
Με τη χειροβομβίδα στο χέρι του φωνάζω: Ποιος εί­σαι εσύ;-
– «Δικός σας», μου λέει.
— «Πέτα το ταγάρι και με τα χέρια ψηλά έλα».
Ήταν ένας που είχε μύλο εκεί κοντά. Κι αυτός με την οικογένειά του κυνηγημένος. Την είχε σε μια χαρά­δρα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Ήταν δικός μας πράγματι.
— «Εδώ πιο πάνω είναι τμήματα του στρατού, μου λέει. Πιο πέρα σ’ εκείνο το δασωμένο υψωματάκι είναι κι ο Ηρακλής με καμιά δεκαριά».
Ο Ηρακλής είχε γλιτώσει, όταν σκοτωνόταν ο γίγα­ντας Διαμαντής. Θα τον βρούμε λίγο αργότερα πάνω απ’ το Νιοχώρι. Στο Μαυρίλο νύχτωσε, ο μυλωνάς έφυγε κι εγώ με την Τασία πιάσαμε ένα ακρινό σπίτι κι ανεβή­καμε στο ταβάνι. Εκεί ψάχνοντας βρήκα ένα σακουλάκι αλάτι και κάτι ξεροφάσουλα. Πώς όμως να τα βράσω; Φωτιά δεν είχα. Έγλειφα λίγο αλάτι.
Είχα ξεπλυθεί τελείως. Τη νύχτα ακουστήκαν φωνές και θόρυβος προς την εκκλησία, στη πλατεία. Κοιτάζω, άναψαν φωτιά για καζάνι. Κατά τα χαράματα ήρθε ένας σύνδεσμος προφανώς καβάλα σε άλογο, κάτι είπε και σε λίγο βλέπω όλο το τμήμα να συντάσσεται και να φεύγει προς νότο. Πέρασε μια ώρα. Σκέφθηκα να πάω στην εκ­κλησία που ήταν φωτιά, να πάρω και να βράσω τα φα­σόλια. Κατέβηκα στο δρόμο και με χίλιες προφυλάξεις πήγα και πήρα ένα δαυλί με φωτιά. Πήγα στο σπίτι και άναψα μπροστά στην αυλή φωτιά κι έβρασα τα φασόλια. Για να έχω πάντα όμως φωτιά κονόμησα ένα κομμάτι ίσκα κι αυτή διατηρούσε φωτιά μέχρι να ανταμώσουμε τον Ηρακλή. Πράγματα δηλαδή αρχέγονα. Τα λέγω και δεν τα πιστεύω ο ίδιος. Κι όμως, είναι όπως τα λέω. Αληθινά.
Το πρωί άρχισα να ερευνώ το σπίτι. Ήταν αρχοντικό. Φαίνεται πως ήταν Αμερικάνοι αυτοί που ζούσαν εκεί. Συρόμενες πόρτες χώριζαν τα δωμάτια. Βρίσκω μια μι­κρή βιβλιοθήκη. Ήταν βιβλία γυμνασίου. Αρχαία, μαθη­ματικά, φυσική. Άρχισα να τα ξεφυλλίζω με ενδιαφέρον. Ήρθε στο νου μου η ειρηνική ζωή που έκανα κι εγώ πριν από λίγα χρόνια στο γυμνάσιο. Αμέσως τ’ αφήνω γιατί μου φάνηκε πως άκουσα θόρυβο μέσα στο σπίτι. Φώναζα λίγο: «Αν είσαι άνθρωπος βγες. Είμαι καλός άνθρωπος κι εγώ». Πήγα σ’ όλα τα δωμάτια, κάτω στο ισόγειο που ήταν τα παχνιά για τα ζώα, τίποτα. Κανένα ίχνος ζωής.
Εκεί μπροστά στο ισόγειο στην είσοδο ήταν μια μι­κρή κερασιά φορτωμένη μεγάλα ώριμα κεράσια. Άρχισα να τσιμπολογώ, όταν ακούγω μια φωνή να λέει: «Εδώ έλα να φας καλά κεράσια».
Φοβήθηκα κι έτρεξα στο ταβάνι. Βρίσκω την Τασία τρομοκρατημένη και να κλαίει.– «Άκουσες, είδες τίποτα;» της λέω
— «Δε βλέπεις;».
Γυρνάω το κεφάλι προς τα πίσω μέσα από τη χαρα­μάδα της σκεπής και τι να δω. Δυο φαντάροι με τα όπλα χιαστί κρεμασμένα, έτρωγαν κεράσια από δυο φουντω­τές κερασιές τραβώντας τα κλωνάρια. Αυτοί μιλούσαν και κουβέντιαζαν χωρίς να μας δουν εμάς.
Καθίσαμε εκεί ως το βράδυ, ώσπου καταφτάνει ένα τμήμα στρατού και μπαίνοντας στο χωριό ψάχνανε τα σπίτια και κόβανε ολόκληρα κλωνάρια κερασιές και τις κουβαλούσαν κάτω στην εκκλησία στον πλάτανο κι εκεί τα μάζευαν. Ήρθαν και στο γειτονικό σπίτι. Συζητούσαν, έκοβαν κερασοκλώναρα. Μάλιστα ένας έλεγε: «Ο αδελ­φός μου ήταν στο Ζέρβα». Το βράδυ έφυγαν .
(Στη φωτογραφία του εξωφύλλου ο καπετάν Διαμαντής νεκρός – κατά την πηγή όπου βρήκαμε τη φωτό «Κόκκινος Φάκελος«)

Diamntis***
Βιογραφικό Νίκου Μανιά
Νίκος Μανιάς (Νικοτσάρας) σμηναγός ε.α. «Στον ασύρματο της Ρούμελης». (Αναμνήσεις τουmanias33αεροπόρου, πρωτοπόρου κομμουνιστή στη γενέτειρά του Μενδενίτσα Λοκρίδας, επικεφαλής του Εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής, μέλους της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ στη Λοκρίδα κατά την Κατοχή, συνεργάτη του περιοδικού της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» και επί τρία χρόνια ασυρματιστή στο Αρχηγείο του ΔΣΕ στη Ρούμελη και στη 2η Μεραρχία του θρυλικού Διαμαντή). Μετά την ήττα του ΔΣΕ ο Ν. Μανιάς βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, όπου σπούδασε ηλεκτρονικός και βραβεύθηκε για τη δουλειά του του από το Υπουργείο Βιομηχανίας της ΕΣΣΔ. Μετά τον επαναπατρισμό του και μέχρι το θάνατό του, το 1999, συνέχισε τον αγώνα του από τις γραμμές του ΚΚΕ.


Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Πως θα απαντούσε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σε ενδεχόμενο Grexit


Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της ανεμοσάλευε.

Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.

Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.

Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν ενάντια στους εργάτες.

Μα δε θα λένε: Ητανε σκοτεινοί καιροί.

Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;

Μπ. Μπρεχτ (1937)

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Κίνδυνος για χιλιάδες αγρότες να χάσουν τις κοινοτικές επιδοτήσεις για τα επόμενα 7 χρόνια


Χάνει την επιδότηση όποιος δεν κάνει δήλωση ενιαίας ενισχυσης



Η μέχρι τώρα ευλογία για τους αγρότες που δεν ήταν τίποτε άλλο από τις επιδοτήσεις, βοηθώντας τους, να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες. Μπορεί η νέα ΚΑΠ και ο τρόπος που θα χορηγούνται οι αγροτικές επιδοτήσεις να επιχειρεί να βάλει σε τάξη τα κακώς κείμενα όλων των προηγούμενων χρόνων, ωστόσο όποιος παραγωγός δεν κάνει άμεσα τη δήλωσή του για τη στρεμματική ενίσχυση θα χάσει για τα επόμενα χρόνια τις επιδοτήσεις

Ανέκαθεν ο αγρότης ήταν τελείως απροστάτευτος απέναντι στα καπρίτσια του καιρού, των οικονομικών αλλαγών και του εμπορίου. Στο μόνο που θα μπορούσε να ελπίζει ήταν οι κοινοτικές επιδοτήσεις για τις οποίες ο χρόνος μετράει αντίστροφα και εαν δεν τρέξει θα τις χάσει για τα επόμενα 7 χρόνια. Ο συνωστισμός που παρατηρείται τις τελευταίες ημέρες για να υποβάλλουν τις αιτήσεις τους μαζί με τα απαραίτητα δικαιολογητικά είναι μεγάλος.

Από το ξημέρωμα πηγαίνουν στα γραφεία του Συνεταιρισμού για να εξασφαλίσουν το σχετικό έγγραφο που πιστοποιεί ότι ολοκλήρωσαν επιτυχώς τις απαιτούμενες διαδικασίες. Τα χρονοδιαγράμματα είναι συγκεκριμένα, παρατάσεις δεν είναι σίγουρο πως θα δοθούν και όποιος δεν υποβάλει εμπρόθεσμη δήλωση πέραν από πρόστιμο θα χάσει και τα χρήματά του.
Πέρα από το γεγονός πως θα πρέπει να περιμένουν καρτερικά στην σειρά από το ξημέρωμα για να κάνουν τη διαδικασία της κατάθεσης αιτήσεων για την ενιαία ενίσχυση, βλέπουν να μειώνονται δραστικά τα ποσά που θα εισπράττουν για την καλλιέργεια του “μαύρου χρυσού” του νησιού μας, τη σταφίδα.
Δεν το κρύβουν πως φέρονται διατεθειμένοι ακόμη και να ξεριζώσουν κλήματα και ελιές και να στραφούν στην ενασχόληση με τον τουρισμό για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους.









imerazante.gr

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Η Πάολα τουλάχιστον είναι αυθεντική... Τζιμάκο

Η φωτογραφία είναι του Κωνσταντίνου Ρήγου από το Instagram
Το μόνο που με στεναχωρεί είναι που κάποιοι πιστεύουν αυτούς τους τσαρλατάνους.


Αντιγράφω σχόλιο από το you tube : gianniszouvelas
Την Παρασκευή πήγαμε στην συναυλία του στον μύλο,12€ είσοδος, βγαίνοντας λέει:"άντε να τελειώσουμε γιατί έχουμε να πάμε και στην παολα"...γελάσαμε όλοι....τώρα κλαίω τα 12€





Δημήτρης Κανελλόπουλος στην Εφημερίδα των Συντακτών


Έχει και πιο χαμηλά να φτάσει ο Τζίμης Πανούσης; Πάντως η Πάολα με την οποία τραγούδησε μαζί της είναι χίλιες φορές προτιμότερη.


Αποτέλεσμα εικόνας για paola panoyshwΔιότι, η Πάολα τουλάχιστον είναι αυθεντική. Και είναι εκεί, στην Πύλη Αξιού της Θεσσαλονίκης όπου εμφανίζεται, να κάνει το δικό της λαϊκό (ή όπως αλλιώς λέγεται) πρόγραμμα. Στο συγκεκριμένο λοιπόν νυχτερινό κέντρο βρέθηκε ο Τζίμης Πανούσηςκαι τραγούδησε μαζί της Στέλιο Καζαντζίδη.


Όπως είδαμε και στα εκτεταμένα τηλεοπτικά ρεπορτάζ των μεσημεριανών πάνελ, οι δύο καλλιτέχνες τα είπαν και στα καμαρίνια του μαγαζιού - η φωτογραφία είναι του προβοκάτορα Κωνσταντίνου Ρήγου, ο οποίος έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram: «Εντάξει αυτό δεν γινόταν να μην το ανεβάσω Τζίμης- Πάολα».

Επαναλαμβάνω, προτιμώ την Πάολα από τον Πανούση, τον συμμαθητή του Γρηγόρη Ψαριανού. Άλλωστε ο Τζιμάκος δεν έχει ανάγκη, όλες οι «γλάστρες» στα πρωινάδικα αναφέρθηκαν με σεβασμό στο καλλιτεχνικό του έργο. Όλες οι... «γλάστρες» συμφώνησαν στο πόσο σπουδαίος και ιδιαίτερος καλλιτέχνης είναι.


Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.

Έξι μήνες μετά μετατίθεται η πληρωμή όλων των εξισωτικών αποζημιώσεων

Αποτέλεσμα εικόνας για εξισωτικη αποζημιωσηΜε διαβεβαιώσεις ότι μέχρι τέλος του 2015 θα έχουν πληρωθεί όλες οι εκκρεμότητες παλιών εξισωτικών, δεδομένου ότι έχουν εγκριθεί τα σχετικά κονδύλια ύψους 130 εκατ. ευρώ, απάντησε ο αναπληρωτής υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Βαγγέλης Αποστόλου σε ερώτηση βουλευτή ΚΚΕ.


Πιο αναλυτικά, «έχει εγκριθεί μια συνολική πίστωση 130 εκατ. ευρώ και βέβαια η καταβολή ήδη γίνεται και μέχρι το τέλος του 2015 θα έχουν κλείσει όλες οι εκκρεμότητες των προηγούμενων ετών», σημείωσε ο κ. Αποστόλου, σχετικά με την πορεία πληρωμής των εξισωτικών αποζημιώσεων, απαντώντας σε ερώτηση για τα προβλήματα των κτηνοτρόφων από τον καταρροϊκό πυρετό, του βουλευτή, Νίκου Μωραΐτη.

Ξεκαθάρισε, παράλληλα, ότι «όπου υπάρχουν θέματα εξαιτίας της επιλεξιμότητας των εκτάσεων το πρόβλημα είναι πάρα πολύ σοβαρό και δεν μπορώ να σας πω εγώ τώρα «θα το αντιμετωπίσουμε», «θα βρούμε τα χρήματα». Αυτά είναι χρήματα τα οποία έρχονται μέσα από τις εξισωτικές ενισχύσεις, αποζημιώσεις και το αντιλαμβάνεστε ότι προϋποθέτουν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όπου θα δώσουμε τη μάχη, αλλά για να δώσουμε τη μάχη πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε συνεπείς κυρίως όσον αφορά τα ζητήματα διαχείρισης των βοσκήσιμων γαιών», κατέληξε ο υπουργός.


Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Οι δοσίλογοι που τιμωρήθηκαν στην Ελλάδα είναι οι λιγότεροι στον κόσμο

Η βασική ελληνική ιδιαιτερότητα είναι πως οι ένοπλοι δοσίλογοι ενσωματώθηκαν στον κρατικό μηχανισμό και εισχώρησαν στις πτυχές του καθεστώτος πριν προλάβουν να δικαστούν, από το Δεκέμβριο του 1944.

Αποτέλεσμα εικόνας για δοσιλογοιΑυτά δηλώνει, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιστορικός Δημήτρης Κουσουρής με αφορμή το βιβλίο του «Δίκες των δοσίλογων 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη» (εκδόσεις Πόλις). Κι ενώ αυτή είναι η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους δοσίλογους στην Ελλάδα, από την άλλη μεριά η μακράν μεγαλύτερη συνιστώσα της αντίστασης, το εαμικό κίνημα, εξαιρείται από την κοινότητα των θυμάτων αλλά και των ηρώων του έθνους. Για το βιβλίο του Δ. Κουσουρή θα πραγματοποιηθεί συζήτηση την ερχόμενη Τρίτη 9 Ιουνίου στις 8 το βράδυ στο Polis Art Café (Πεσμαζόγλου 5).

ΕΡ: Ακολουθώντας την πρακτική των διεθνών δικαστηρίων, που δίκαζαν και καταδίκαζαν τους Γερμανούς, τα εθνικά δικαστήρια της μεταπολεμικής Ευρώπης δίκαζαν και καταδίκαζαν τους δοσιλόγους επί τη βάσει της αρχής της ατομικής ευθύνης, απαλείφοντας τη συλλογική ενοχή για τη συνεργασία με τους ναζί. Ισχύει το ίδιο και για τα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων της Ελλάδας;

ΑΠ: Η υιοθέτηση της αρχής της ατομικής ευθύνης αποτέλεσε τη βασική καινοτομία της διεθνούς δικαιοσύνης μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αφού έδωσε τη δυνατότητα στους νικητές να διώξουν ποινικά και να τιμωρήσουν τους δράστες εγκλημάτων που παραβίαζαν τους διεθνείς κανόνες του πολέμου.

Πέρα από τα Διεθνή Στρατιωτικά Δικαστήρια που στήθηκαν στη Νυρεμβέργη και στο Τόκιο, έκτακτα δικαστήρια στήθηκαν, με τη μια ή την άλλη μορφή, σε όλες τις χώρες που είχαν γνωρίσει την κατοχή του 'Αξονα. Ο αριθμός όσων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διώχθηκαν από τη δικαιοσύνη μετριέται σε δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες -ανάλογα με το μέγεθος της χώρας.

Το συγκριτικό πλεονέκτημα της ποινικής αντιμετώπισης των εγκλημάτων ήταν ότι προσέφερε ένα μέσο εκτόνωσης του αιτήματος για τιμωρία, που ταυτόχρονα αποπολιτικοποιούσε τις υποθέσεις που κρίνονταν και περιόριζε τον αριθμό όσων τελικά θα διώκονταν και τιμωρούνταν. Όπως, καταδικάζοντας κάποια μέλη της ηγεσίας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, οι δίκες της Νυρεμβέργης «έσβησαν» από τη δημόσια σφαίρα την ενεργή συμμετοχή και στήριξη του γερμανικού λαού στην πολιτική του Χίτλερ, έτσι και η τιμωρία μέρους μόνο από όλους όσοι κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τους κατακτητές έθεσε τα θεμέλια των λογής μεταπολεμικών εθνικών μύθων περί καθολικής αντίθεσης και αντίστασης στη φασιστική κατοχή. Τα ΕΔΔ εφάρμοσαν και προσάρμοσαν αυτό το μοντέλο δικαιοσύνης στις συνθήκες και τις νομικοπολιτικές παραδόσεις της χώρας.

ΕΡ: Πού συνταυτίζονται και πού αποκλίνουν οι τύχες των δοσιλόγων σε Ελλάδα και Ευρώπη μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου;

ΑΠ: Συνταυτίζονται καταρχήν στο ότι στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι διώξεις των δοσιλόγων έλαβαν τέλος κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε μια διαδικασία που ο ιστορικός Νόρμπερτ Φράι συνόψισε με το τρίπτυχο «αμνήστευση, επανενσωμάτωση, αποστιγματισμός».

Η στατιστική σύγκριση δείχνει ότι ο αριθμός εκείνων που τελικά τιμωρήθηκαν, έστω τύποις, στην Ελλάδα, ήταν από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη: η μοναδική χώρα με αισθητά χαμηλότερο ποσοστό τιμωρίας ήταν η Ιταλία, όπου είχε δοθεί αμνηστία από το 1946 κιόλας από τον Τολιάτι, που από τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης παραδέχτηκε πως ήταν πρακτικά αδύνατο να διωχθούν όλοι όσοι είχαν λάβει ταυτότητα του Φασιστικού Κόμματος.

Η βασική ελληνική ιδιαιτερότητα ήταν πως οι ένοπλοι δοσίλογοι ενσωματώθηκαν στον κρατικό μηχανισμό και εισχώρησαν στις πτυχές του καθεστώτος πριν προλάβουν να δικαστούν, από τον Δεκέμβριο του 1944. Η Λευκή Τρομοκρατία μετά τη Βάρκιζα εγκαθίδρυσε ένα κλίμα φόβου που περιόρισε δραματικά την όποιας μορφής τιμωρία μπορούσε να επιβάλλει η δικαιοσύνη.

Στην πολιτική δίκη των κυβερνήσεων οι βασικοί κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν, αλλά κανείς δεν εκτελέστηκε, όπως συνέβη π.χ. στη Γαλλία, στην Τσεχοσλοβακία, στη Νορβηγία και αλλού.

Οι λογής ταγματασφαλίτες αντιμετωπίστηκαν με σκανδαλώδη επιείκεια από τα Ειδικά Δικαστήρια, που έφτασαν στο σημείο να τους αθωώνουν στερεοτυπικά «δια λόγους βλακείας» λόγω του νεαρού της ηλικίας τους.

Όσον αφορά τον οικονομικό δοσιλογισμό, από τους εξέχοντες εκπροσώπους της προπολεμικής αστικής τάξης που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, στην Ελλάδα δεν καταδικάστηκαν ούτε καν κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως συνέβη π.χ. στη Γαλλία.

ΕΡ: Οι δίκες των δοσίλογων στην Ελλάδα αποσκοπούσαν στη νομιμοποίηση του μεταπολεμικού καθεστώτος. Από την άλλη, όμως, πλευρά η ελληνική δικαιοσύνη τάχθηκε σαφώς με το μέρος της μιας παράταξης του Εμφυλίου. Πού οδήγησε αυτή η αντίφαση, αν πρόκειται όντως για αντίφαση;

ΑΠ: Πρόκειται όντως για μια αντίφαση εν τοις όροις, αφού η αστική δικαιοσύνη που οφείλει, τυπικά τουλάχιστον, να είναι υπεράνω των πολιτικών και λοιπών διαιρέσεων, μετατρέπεται με ταχύτατο τρόπο σε μηχανισμό πολιτικής δίωξης και, κυριολεκτικά, φυσικής εξόντωσης του εαμικού κινήματος.

Οι αριθμοί είναι εύγλωττοι: ανάμεσα σε 1945 και 1949 εκτελέστηκαν με απόφαση πολιτικών ή στρατιωτικών δικαστηρίων 25 δοσίλογοι και πάνω από 3.000 καταδικασθέντες ως μέλη ή συνοδοιπόροι του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

Ωστόσο αυτή η αντίφαση είναι που περιγράφει καλύτερα απ' όλα τον ρόλο των Ειδικών Δικαστηρίων. Στα τέλη του 1945 και στις αρχές του 1946, πριν ακόμη τεθούν σε ισχύ το Γ' Ψήφισμα και οι άλλοι αντικομμουνιστικοί νόμοι, Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων σποραδικά δίκασαν και καταδίκασαν μέλη της εαμικής αντίστασης ως δοσιλόγους, με το σκεπτικό πως είχαν ασκήσει ενάντια σε εθνικόφρονες πολίτες υποκινούμενοι από τον βούλγαρο κατακτητή.

Με άλλα λόγια, το αντιφασιστικό «καθεστώς εξαίρεσης» που δημιούργησαν οι μηχανισμοί της δικαιοσύνης το 1945 εδραίωσε την ισχύ της δικαστικής εξουσίας και προετοίμασε το έδαφος για την επιβολή ενός αντικομμουνιστικού καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης.

ΕΡ: Γιατί οι καταδίκες των δοσίλογων ήταν εντέλει τόσο περιορισμένες ακόμα και σε σχέση με τον αριθμό των προσαχθέντων σε δίκη;

ΑΠ: Οφείλω καταρχήν να θυμίσω πως πάνω από το 80% των υποθέσεων δεν έφτασε ποτέ σε δίκη, αλλά μπήκαν στο συρτάρι με βουλεύματα κιόλας από την προανακριτική διαδικασία. Πολλές από αυτές τις περιπτώσεις αφορούν οικονομικούς δοσίλογους, που όπως αποδείχτηκε είχαν τη δυνατότητα να δωροδοκούν δικαστές.

Αντίστοιχα, με βάση την απόφαση της μεγάλης δίκης των κυβερνήσεων, τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν μονάδες τήρησης της τάξης, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και η δίωξη των μελών τους μπορούσε να γίνει μόνο αν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για υπέρβαση των καθηκόντων τους.

Όπως είπαμε, η Λευκή Τρομοκρατία και η οικονομική καχεξία ριζοσπαστικοποιούσαν τους συντηρητικούς και πίεζαν τους δημοκρατικούς δικαστές να εξαντλούν την επιείκειά τους στους δοσιλόγους και την αυστηρότητά τους στους εαμικούς. Αυτό το κλίμα αποτυπώνεται και στην εξέλιξη των δικών.

Συχνά οι μάρτυρες κατηγορίας δεν προσέρχονται, ή προσέρχονται στο δικαστήριο για να αναιρέσουν τις προηγούμενες επιβαρυντικές καταθέσεις, ως αποσπασθείσες υπό πίεση από τις αρχές του ΕΑΜ στις ταραγμένες μέρες της Απελευθέρωσης. Εξάλλου, υψηλόβαθμοι κρατικοί παράγοντες μεσολάβησαν συχνά ούτως ώστε οι κατηγορούμενοι να λάβουν βρετανικές βεβαιώσεις για συμμετοχή στα συμμαχικά δίκτυα κατασκοπείας.

ΕΡ: Η θεωρία των δύο άκρων απασχόλησε πολύ τη δημόσια ζωή της χώρας κατά τα διάρκεια των δύο τελευταίων ετών. Η ίδια θεωρία εμφανίζεται και στο βιβλίο σας. Πώς τη συνδέετε με το ζήτημα των δικών των δοσίλογων, αλλά και του Εμφυλίου γενικότερα;

ΑΠ: Καταρχήν η θεωρία των δύο άκρων δεν είναι ελληνική εφεύρεση ή ιδιαιτερότητα, αλλά αντλεί τις ρίζες της από τον ευρωπαϊκό μεσοπόλεμο και απόκτησε μια νέα δυναμική με τις θεωρίες του ολοκληρωτισμού μετά τον Πόλεμο κι ακόμα περισσότερο μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Σε γενικές γραμμές, διαφορετικές εκδοχές της θεωρίας, που συνοψίζονται εν ολίγοις στην ταύτιση «μαύρου» και «κόκκινου» φασισμού, επιστρατεύονται σε περιόδους κρίσης των φιλελεύθερων δημοκρατιών και σηματοδοτούν την αύξηση της επιρροής αντικοινοβουλευτικών και αντιδημοκρατικών ρευμάτων και ιδεών.

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1940, η ιδεολογία των «δύο άκρων» αποτέλεσε καταρχήν κατασκευή της «γκρίζας ζώνης» των αστικών ελίτ της Κατοχής - εκείνων δηλαδή που αν και συμβιβάστηκαν ή συνεργάστηκαν με τους νέους κυρίαρχους της χώρας, προτίμησαν να μην εκτεθούν ιδιαίτερα και να διατηρήσουν επαφές με παράγοντες των Συμμάχων και της εξόριστης κυβέρνησης.

Στα Ειδικά Δικαστήρια παρακολουθούμε πώς αυτή η οπτική μετατρέπεται σε επίσημη κρατική ιδεολογία, επιτρέποντας στις κρατικές και πολιτικές ελίτ της εθνικοφροσύνης να ενσωματώσουν και σταδιακά να ελέγξουν τους πρώην δοσιλόγους αλλά και να δεχτούν άφθονη υλική και πολιτική στήριξη από ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία για να συντρίψουν το εαμικό κίνημα.

Στη σημερινή Ελλάδα, η επανεμφάνιση τέτοιων θεωριών αποτελεί κυρίως προϊόν της κρίσης και της όξυνσης των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων. Η δημόσια ιστορία υπήρξε βέβαια προνομιακό πεδίο για την προετοιμασία του εδάφους και την εισαγωγή των ρευμάτων του μεταψυχροπολεμικού «νέου αντικομμουνισμού» στα καθ' ημάς, μέσα από τη συστηματική προσπάθεια επανεγκόλπωσης των δοσιλόγων στην εθνική μνήμη του πολέμου.

ΕΡ: Μιλήστε μας για το υλικό της έρευνάς σας. Ποιες ακριβώς πηγές μελετήσατε, τι αφηγούνται τα στοιχεία τους και πώς ερμηνεύετε αυτή την αφήγηση;

ΑΠ: Κορμός της έρευνάς μου ήταν τα δικαστικά έγγραφα του ΕΔΔ της Αθήνας καθώς και υλικά περιφερειακών αρχείων που έχουν στο μεταξύ καταστεί διαθέσιμα στην έρευνα. Το Ειδικό Δικαστήριο της Αθήνας συγκροτήθηκε πρώτο, τον Φεβρουάριο του 1945, κι εκεί διεξήχθησαν οι πιο πολιτικές και δημόσιες δίκες που αποτέλεσαν και τον «οδηγό» για τις δίκες που ακολούθησαν.

Οι εφημερίδες, που συχνά δημοσίευαν εκτενή πρακτικά, ειδικά για τη δίκη των κυβερνήσεων αλλά και για δίκες κάποιων εξεχουσών περιπτώσεων δοσίλογων, αποτελούν εξαιρετική πηγή για να ανιχνεύσει κανείς τη σχέση ανάμεσα σε όσα διαδραματίζονταν στις δικαστικές αίθουσες και την περιρρέουσα κοινωνική και πολιτική πόλωση έξω από αυτές.

Στην ίδια κατεύθυνση, χρησιμοποίησα επίσης τη νομοθεσία και τη σχετική νομική συζήτηση, τα πρακτικά της Βουλής, μαρτυρίες και απομνημονεύματα πολιτικών ή οικονομικών παραγόντων, πρακτικά συνεδριάσεων και εκθέσεις πεπραγμένων δημόσιων οργανισμών και επιμελητηρίων ή ιδιωτικά αρχεία κάποιων από τους πρωταγωνιστές της περιόδου που κατάφερα να εντοπίσω.

Οι αίθουσες των δικαστηρίων, ειδικά στις μεγάλες δημόσιες δίκης, αποτέλεσαν τη σκηνή επί της οποίας διατυπώθηκε για πρώτη φορά το επίσημο εθνικό αφήγημα για το τι συνέβη στην Κατοχή. Σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες χώρες, όπου αυτό το αφήγημα συμπεριέλαβε στον αντιφασιστικό πατριωτικό μύθο του πολέμου άτομα και ομάδες που είχαν μόνο μικρή ή καμιά σχέση με τα κινήματα της Αντίστασης, στην Ελλάδα η μακράν μεγαλύτερη συνιστώσα της αντίστασης, το εαμικό κίνημα, εξαιρείται από την κοινότητα των θυμάτων αλλά και των ηρώων του έθνους.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν πια η τιμωρία αλλά και η διαδικασία επανενσωμάτωσης των δοσίλογων είχε πλέον ολοκληρωθεί, το έργο της δικαιοσύνης χάνει το ενδιαφέρον του στο εσωτερικό αλλά αποκτά διεθνές ενδιαφέρον στη διαδικασία συγκρότησης των στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό με οδήγησε επίσης να παρακολουθήσω τις περιορισμένες προσπάθειες διεθνοποίησης του ζητήματος στα αρχεία π.χ. του ΟΗΕ ή δημοκρατικών οργανώσεων του εξωτερικού.

ΕΡ: Κοιτάζοντας σήμερα το θέμα της αντιμετώπισης του δοσιλογισμού στην Ελλάδα όχι μόνο από ιστορική και νομική, αλλά και από πολιτική, κοινωνική και ηθική σκοπιά, πιστεύετε πως έχει επέλθει επούλωση του τραύματος;

ΑΠ: Πρόκειται μάλλον για ένα ταμπού της δημόσιας μνήμης του πολέμου. Ωστόσο η ιδέα πως «εδώ, σε αντίθεση ίσως με αλλού, οι δοσίλογοι δεν τιμωρήθηκαν επαρκώς», αποτελεί κοινό τόπο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μετά τον πόλεμο, όπως π.χ. η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία ή η Αυστρία. Τα φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά καθεστώτα της δυτικής Ευρώπης ανακύκλωσαν εν πολλοίς τα υλικά του ναζισμού και των συνεργατών του κι η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα. Απλά εδώ η δουλειά έγινε πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο απροκάλυπτα.

Το γεγονός πως στη χώρα μας η μοίρα των δοσίλογων συνδέεται με το τραύμα ενός αιματηρού και μακρόχρονου εμφυλίου κι ενός αυταρχικού καθεστώτος που διήρκεσε μέχρι το 1974, έκανε το ταμπού πιο ανθεκτικό και πιο δύσκολο να σπάσει. Σήμερα, η απενεχοποίηση του δοσιλογικού παρελθόντος ασφαλώς συνδέεται με την επιρροή και την αντοχή της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, την αναβίωση αυταρχικών κρατικών πρακτικών επιτήρησης κι ελέγχου των λαϊκών κινητοποιήσεων, ή τη συγκρότηση ρατσιστικών και δολοφονικών μηχανισμών αντιμετώπισης της μετανάστευσης, όπως η Frontex.

Αν η εμπειρία του Εμφυλίου συνεχίζει να αποτελεί ένα παρελθόν στο οποίο καταφεύγουν τα σύγχρονα πολιτικά υποκείμενα, ένθεν κακείθεν του πολιτικού φάσματος για να αντλήσουν την πολιτική τους ταυτότητα για τις μάχες του σήμερα, τούτο είναι μάλλον σύμπτωμα μιας επιμόλυνσης του παλαιού τραύματος από την ανοιχτή πληγή της σημερινής κρίσης.

Πηγή: topontiki.gr

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ο εορτασμός του "Αγίου Πνεύματος" και το ιερό περιστέρι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIIΙ

ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ -- ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ


Το άγιο πνεύμα που, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των ευαγγελιστών, «κατέβηκε στην παρθένα Μαρία», και απ’ αυτό έμεινε έγκυος, παριστάνεται πολύ συχνά με τη μορφή περιστεριού.
Αυτό το πουλί απολάμβανε μεγάλης θρησκευτικής τιμής στην Ανατολή. Τα περιστέρια θυσιάζονταν στους θεούς σαν εξαγνιστήρια θύματα. Οι Εβραίοι ιερείς καθώς και οι ιερείς άλλων θρησκειών υποστήριζαν ότι το περιστέρι ενσαρκώνει την καθαρότητα, την αθωότητα του αγίου πνεύματος. Στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα, στην Περσία και στις Ινδίες το πουλί αυτό θεωρούνταν ιερό. Άλλωστε, τον καιρό που σχεδόν κάθε γένος είχε δικό του ιερό ζώο, απ’ το οποίο οι άνθρωποι πίστευαν ότι κατάγονται, λατρεύονταν όχι μόνον τα περιστέρια, αλλά και άλλα ζώα. Η παραγωγή των μέσων ζωής, ο τρόπος που αποχτούσαν αυτά τα μέσα είχαν ιδιαίτερη σημασία στην εκλογή των ζώων. Έτσι, λατρεύονταν τα ζώα που χρησίμευαν σαν πηγές ύπαρξης ή εκείνα που έκαναν κακό στο σπιτικό (αυτά τα ζώα τα φοβούνταν), ή εκείνα που ήταν εξαιρετικά χρήσιμα. Διάφορες φυλές θεοποιούσαν τράγους (αρνιά), μοσχάρια, βόδια (το βόδι Άπις), γελάδες, ελέφαντες, ακόμα και γουρούνια. [Γραφικό 34]
Αποτέλεσμα εικόνας για το αγιο πνευμαΣτο χριστιανικό ευαγγέλιο το περιστέρι παίζει το ρόλο του αγίου πνεύματος. Αλλά το περιστέρι αναφέρεται και σε παλιότερους θρύλους για τη γέννηση άλλων θεών. Έτσι, η θεά της Ελλάδας Αφροδίτη παριστάνεται συχνά μ' ένα περιστέρι στο χέρι, γιατί τα περιστέρια θεωρούνταν δικά της ιερά πουλιά και βρίσκονταν σε μεγάλο αριθμό στους ναούς της. Για τη ασσυριανή βασίλισσα Σεμιράμιδα λέγανε ότι είχε τάχα μεταμορφωθεί σε περιστέρι. Το περιστέρι εμφανίζεται ακόμα και στους θρύλους άλλων θεών. Έτσι, η συριανή θεά Μα έπεσε απ’ τον ουρανό μέσα σ' ένα αυγό, που κατοπινά το κλώσησε μια περιστέρα.
Στους μύθους, ο Χνουμ, ένας από τους αιγυπτίους θεούς, έβγαλε απ’ το στόμα το αυγό από το όποιο κατοπινά γεννήθηκε ο θεός Φταχθάχ, ο δημιουργός των άστρων. Ο Δίας μεταμορφώνεται κι αυτός σε περιστέρι, που μιλάει μ' ανθρώπινη λαλιά. Και ο αιγύπτιος θεός Άμων μετατράπηκε σε περιστέρι.
Η θεά Ίσταρ ή Αστάρτη, ήταν περιστερά και ύστερα απ’ αυτό, η περιστερά έγινε ιερό της πουλί. Και τη θεά Ίσιδα την παρασταίνουν μερικές φορές με μορφή θεϊκού πουλιού ή σαν το άγιο πνεύμα, που προστάτευε τον Όσιρι. [Γραφικό 35]
Ένας αρχαίος σλάβικος θρύλος για τη δημιουργία του κόσμου, μιλούσε για δυο περιστέρια που, τάχα, έφεραν τη φωτιά (τις αστραπές) από τους ουρανούς, τη βροχή, καθώς και τη θεϊκή πνοή, δηλαδή τον άνεμο:

«Ήταν μια φορά, στην αρχή του κόσμου
Όταν δεν υπήρχε ούτε ουρανός ούτε γη,
Ούτε ουρανός ούτε γη, μονάχα γαλάζια θάλασσα
Και καταμεσής στη θάλασσα δυο βαλανιδιές.
Έγειραν χαμηλά και πάνω κάθισαν δυο περιστέρια,
Δυο περιστέρια πάνω σ' αυτές τις δυο βαλανιδιές
Κάθισαν για να συμβουλευτούνε,
Να συμβουλευτούνε, να γουργουρίσουνε:
Πώς να θεμελιώσουμε μεις, άραγε, τον κόσμο;
Να πέσουμε στο βυθό της θάλασσας

Να βγάλουμε ψιλούτσικη άμμο,
Ψιλή άμμο και γαλάζιες πετρούλες
Την άμμο την ψιλή θα την σπείρουμε,
Την πέτρα τη γαλάζια θα την ρίξουμε ψηλά:
Από την ψιλή άμμο θα βγει μαύρη γη,
Νερό κρύσταλλο, χορτάρι καταπράσινο,
Από την πέτρα τη γαλάζια — ο γαλάζιος ουρανός,
Ο γαλάζιος ουρανός, ο φωτεινός ο ήλιος,
Ο ήλιος ο φωτεινός, το καθαρό φεγγάρι
το καθαρό φεγγάρι κι όλα τ' αστέρια»[45]

Στη μυθολογία των αρχαίων Ινδών υπάρχει η επόμενη αφήγηση: «Ο βασιλιάς Βινάρα πήγαινε να θυσιάσει. Μια περιστέρα που την κυνηγούσε ένα γεράκι, ξεφεύγοντας απ’ τον εχθρό της, πέταξε στο βασιλιά και κάθισε στα γόνατα του. Το γεράκι ζήτησε την περιστέρα, αλλά ο βασιλιάς δεν ήθελε να του τη δώσει, σ' αντάλλαγμα πρόσφερε στο γεράκι ένα βόδι, έναν κάπρο, ένα ελάφι και ένα βουβάλι. «Δώσε μου καλλίτερα— είπε το γεράκι— τόσο κρέας απ’ το κορμί σου όσο ζυγίζει η περιστέρα». Τότε ο Βινάρα έκοψε ένα κομμάτι από το σώμα του, αλλά η περιστέρα ζύγιζε πιο πολύ. Ο βασιλιάς έκοψε άλλο ένα κομμάτι, αλλά το βάρος της περιστέρας μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ. Τελικά, ο βασιλιάς κάθισε ο ίδιος στην ζυγαριά. Τότε το γεράκι του είπε: «Εγώ είμαι ο Ίνδρα, ο βασιλιάς του ουρανού και η περιστέρα είναι θεός της φωτιάς. Θέλαμε να δοκιμάσουμε την καλοσύνη σου, κι από δω και μπρος όλη η γη θα είναι γεμάτη από τη δόξα σου»
Κι έτσι, ο Άγνις, ο θεός της φωτιάς, μεταμορφώθηκε σε περιστέρι και ο Ίνδρα, που διαφέντευε τις αστραπές και τις βροντές, πήρε τη μορφή του γερακιού.»
Στα γερμανικά και ρούσικα παραμύθια διατηρήθηκε ο θρύλος των φτερών ή των πουκάμισων από πούπουλα περιστεριού, πάπιας ή κύκνου. Φορώντας αυτά τα πουκάμισα, οι μαγικές παρθένες μεταμορφώνονταν σε περιστέρες, πάπιες, κύκνους και όταν τα έβγαζαν ξαναγίνονταν πάλι παρθένες.
Κοντά στο Δία, το περιστέρι είχε κιόλας για αποστολή να του προμηθεύει τροφή: τα περιστέρια του έφερναν την αμβροσία (τροφή των θεών).
Η λέξη «πνεύμα» σήμαινε στην αρχή άνεμος, πνοή, αναπνοή. «Το εδάφιο για το βιβλίο των περιστεριών»[46] υποστηρίζει κιόλας ότι οι άνεμοι γεννήθηκαν από το άγιο πνεύμα. Συναντάμε και την έξης προσφώνηση στο άγιο πνεύμα: «Συ πουλί, πουλί μου απ’ τον παράδεισο, συ που τη νύχτα κοιμάσαι λίγο, ξυπνάς με τα χαράματα και κελαηδάς βασιλικά τραγούδια». Γι’ αυτό το λόγο στη Ρωσία, πριν απ’ το Μεγάλο Πέτρο δεν έτρωγαν περιστέρια. Μερικοί θρήσκοι θεωρούν και σήμερα ότι είναι αμαρτία να κυνηγάς και να τρως περιστέρια. Λέγεται ότι, όταν κανένας σκοτώνει αυτό το πουλί, στο σπίτι του δε θα γεννάνε πια τα ζωντανά. Αντίθετα, το σπίτι όπου τρέφουν περιστέρια είναι ένα ευτυχισμένο σπίτι, όλα πάνε καλά σ' αυτούς που το κατοικούνε και το ίδιο το σπίτι προστατεύεται από τη φωτιά. Αν κάποιο κτίριο πάρει κάπου φωτιά, τότε πρέπει να πετάξουν στο σπίτι που καίγεται ένα άσπρο περιστέρι. Σ' αυτές τις δοξασίες το περιστέρι θεωρείται πουλί αφιερωμένο στη βροντή, την αστραπή και τη φωτιά, είναι ο μεσάζοντας ανάμεσα στο θεό και στους ανθρώπους, είναι το άγιο πνεύμα. Το περιστέρι φέρνει και την καταστροφική φωτιά και τις καταρρακτώδεις βροχές και τη φλόγα του κεραυνού.
Στον ασσυριο— βαβυλωνιακό θρύλο για τον κατακλυσμό λέγεται ότι την έβδομη μέρα μετά τον κατακλυσμό, ο Ουτναπιστίμ ξαπόλησε μια περιστέρα. Η περιστέρα πέταξε, αλλά γύρισε πίσω, γιατί δε βρήκε που να σταθεί. Ύστερα έστειλε μια χελιδόνα, αλλά κι αυτή επέστρεψε. Μετά απ’ αυτό ο Ουτναπιστίμ ξαπόλησε ένα κοράκι που δεν ξαναγύρισε γιατί βρήκε μερικά ψοφίμια να φάει. Στη βιβλική αφήγηση για τον κατακλυσμό λέγεται ότι στην αρχή ο Νώε ξαπόλησε ένα κοράκι που αφού πέταξε, γύρισε πίσω. Τότε ο Νώε ξαπόλησε το περιστέρι που την πρώτη φορά ξαναγύρισε, αλλά ξαναπετώντας έπειτα από εφτά μέρες επέστρεψε μ' ένα πράσινο κλωνάρι ελιάς στο ράμφος του. Σύμφωνα μ' έναν άλλο θρύλο, το ίδιο το κοράκι γεννήθηκε κάποτε από ένα περιστέρι άσπρο και μετατράπηκε, σε μαύρο κοράκι μόνον όταν βρώμησε και μιάνθηκε απ’ τα. ψοφίμια.
Μπορούμε ν' αναφέρουμε δεκάδες άλλους παρόμοιους θρύλους, όπου λέγεται ότι το περιστέρι, που απ’ τους πανάρχαιους, καιρούς έζησε δίπλα στον άνθρωπο και έγινε φίλος του, παίζει το ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ θεού και ανθρώπων, του αγγελιαφόρου που αναγγέλλει τη σωτηρία (το τέλος του κατακλυσμού) και τελικά μεταμορφώνεται σε άγιο πνεύμα. Είδαμε ότι στις πανάρχαιες θρησκείες — την αιγυπτιακή, τη συριακή, τη φοινικική κ.λπ. — το περιστέρι και η περιστέρα θεωρούνται ιερά πουλιά. Η χριστιανική θρησκεία δανείστηκε τη λατρεία αυτού του πουλιού από τις εικόνες των αιγυπτιακών φοινικικών κ.λπ. ναών.[47]'
Η περιστέρα, που στους χριστιανούς ενσαρκώνει το άγιο πνεύμα, είναι λοιπόν το ίδιο πουλί που είχε θεοποιηθεί στις αρχαίες θρησκείες, το πουλί που υψώνεται από τη γη στους ουρανούς, που επικοινωνεί με τους θεούς, τους φέρνει τις ειδήσεις και τις παρακλήσεις των ανθρώπων, κατεβαίνει απ’ τον ουρανό με τη μορφή «αγίου πνεύματος», ρίχνεται στις φλόγες, προκαλώντας ένα δεισιδαιμονικό τρόμο, πετάει ανήσυχο πριν από την καταιγίδα, ενσαρκώνοντας την καταιγίδα, τον άνεμο, και, τέλος, κάθεται στον ουράνιο θόλο πάνω απ’ το θρόνο του θεού, πάνω απ’ το κεφάλι του μάλιστα «πλανιέται» από πάνω του και τον σκιάζει με τις φτερούγες του.[Γραφικό 37
Στην αρχαία χριστιανική φιλολογία φαίνονταν ξεκάθαρα η σχέση ανάμεσα στο ιερό περιστέρι -το άγιο πνεύμα- και τη θεά της γονιμότητας, τη θεομήτορα. Αυτό βγαίνει, λόγου, χάρη, και από το γεγονός ότι στη χριστιανική «αγία τριάδα» που απαρτίζεται από τον θεό-πατέρα, τον θεό-γιο και το άγιο πνεύμα, αυτό το άγιο πνεύμα κατέχει ολοφάνερα τη θέση της θεομήτορος. Στο λεγόμενο «εβραϊκό ευαγγέλιο», που απορρίφθηκε από την εκκλησία, ο Ιησούς Χριστός λέει απροκάλυπτα: «Η μάνα μου, το άγιο πνεύμα, μ' έπιασε απ’ τα μαλλιά και με απόθεσε στο βουνό Θαβώρ». Και, τέλος, οι αιρετικοί χριστιανοί στα παλιά χρόνια οι λεγόμενοι βαλεντινιανοί, έβλεπαν επίσης στο άγιο πνεύμα τη «δοξασμένη μάνα».



Απόσπασμα απο το έργο του Εμμανουήλ Γιαρουσλάβσκι "Πως γεννιούνται ζουν και πεθαίνουν οι θεοί και οι θεές"