Αν κάτι γίνεται πιο ενοχλητικό και από τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, είναι τα κλισέ τόσο των θρήσκων, όσο και των άθρησκων. Πάμε να τα πάρουμε από την αρχή:
Έρχεται η Μεγάλη Εβδομάδα, και μεγάλη μάζα κόσμου ξεκινάει την νηστεία. Άντε να πεις οι γιαγιάδες και οι παππούδες έτσι έμαθαν έτσι κάνουν. Οι νεότεροι όμως συνεχίζουν μια υποκριτική παράδοση και αναπαράγουν την συνολική λαϊκή ηλιθιότητα. Το κάνουν όμως παραθέτοντας συχνά μια κλισέ δικαιολογία: «δεν το κάνω για θρησκευτικούς λόγους, για αποτοξίνωση το κάνω». Κόψε τις δικαιολογίες, είσαι απλά η γιαγιά σου σε πιο νέο σώμα και το γεγονός ότι έχεις smartphone δεν σε κάνει σύγχρονο άνθρωπο.
«Δεν πηγαίνω στην εκκλησία, πηγαίνω μόνο στην Ανάσταση για το έθιμο». Αν παραδεχόσουν τουλάχιστον ότι πηγαίνεις στην εκκλησία για να δεις κανένα ωραίο πρόσωπο θα ήσουν ειλικρινής. Δεν πηγαίνεις στην εκκλησία για το έθιμο, άλλωστε δεν μπαίνεις μέσα, περιμένεις να πάει 12 να πει ο παπάς ό,τι έχει να πει, να ανάψεις την λαμπάδα σου και να πας για μαγειρίτσα. Κανένα έθιμο δεν σε ενδιαφέρει, μόνο η κοπελίτσα από το διπλανό στενό που έσκασε με ένα κοντό φορεματάκι στην εκκλησία.
Λες ότι δεν πιστεύεις ιδιαίτερα και δεν είσαι σαν αυτούς τους φανατικούς. Πιστεύεις με έναν δικό σου τρόπο. Μάλιστα κάπου άκουσες και σου φάνηκε ψαγμένο το «όλοι κάπου πιστεύουμε, σε κάτι δικό μας» και το επαναλαμβάνεις κάθε φορά που ακολουθείς το αναχρονιστικό τελετουργικό μιας σάπιας, εκκοσμικευμένης εξουσίας την οποία πληρώνεις αδρά.
«Σημασία έχει να κάνεις καλές πράξεις», επαναλαμβάνεις άλλες φορές. Λίγο μετά παρκάρεις το αμάξι σου στη ράμπα των ανάπηρων, ρουφιανεύεις τον συνάδελφό σου, κλέβεις τον ανυποψίαστο πελάτη του μαγαζιού σου, κυνηγάς κανέναν πακιστανό και ψηφίζεις νεοναζί.
«Το νόημα των ημερών είναι η αγάπη». Άλλη μια συνηθισμένη βλακεία. Ας υποθέσουμε για την οικονομία της συζήτησης ότι υπάρχει ένα είδος συναισθήματος, η αγάπη, που με μεταφυσικό τρόπο μπορεί να φωλιάσει στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων παρά το γεγονός ότι στον κόσμο μας κυριαρχεί η εκμετάλλευση και οι διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Που είδες εσύ ρε πιστέ την αγάπη να έχει σχέση με τη θρησκεία σου; Στους πολέμους που έγιναν στο όνομα της; Στα γεμάτα μίσος κηρύγματα των παλιών και σύγχρονων εκπροσώπων της; Στα γεμάτα μίσος βλέμματα των φανατικών οπαδών της; Θα μου πεις ότι την αγάπη την δίδαξε ο Χριστός που ήταν καλός και αγαθός. Ψέμα! Ο Χριστός δίδαξε την υποταγή, δίδαξε την αποδοχή της εκμετάλλευσης, την νομιμοποίηση της βίας του ισχυρού με αντίτιμο την εγωιστική αιώνια σωτηρία. Καμία αγάπη δεν δίδαξε. Και στην τελική αν θέλεις να αγαπάς κάποιον δεν σε εμποδίζει κανείς. Μπορείς να το κάνεις και χωρίς να επικαλείσαι κάποια θρησκεία.
«Σε μια δύσκολη στιγμή όμως, λες Θεέ μου βοήθησέ με, άρα πιστεύεις». Ναι, και επίσης αν βάλει καμιά γκολάρα ο Μέσι λες «τι έκανε ο πούστης». Λες να νομίζει κανείς ότι ο Μέσι είναι ομοφυλόφιλος; Επίσης αν σε ότι λέμε κρύβεται μια υπόρρητη απόδειξη της ύπαρξης του θεού τότε εξήγησε μου τι ακριβώς μπορεί να αποδεικνύει το lol, c u, bb;
Αυτά κι άλλα πολλά σε έχουν κάνει ένα άθλιο υποταγμένο υποκείμενο. Αποδέχεσαι από τη θρησκεία ό,τι χρειάζεσαι για να δικαιολογήσεις την θέση σου, για να μην αισθάνεσαι τύψεις για την αθλιότητά σου. Για παράδειγμα αποδεχόμενος την πατριαρχική δομή της θρησκείας πιστεύεις –ακόμα κι αν δεν το δείχνεις πάντα- στην ανωτερότητα του άνδρα, γίνεσαι εύκολα σεξιστής, φαλλοκράτης ή υποταγμένη γυναίκα. Αποδέχεσαι την μοιρολατρία ότι «έτσι έχουν τα πράγματα» ή «αν θέλει ο θεός θα γίνει κάτι καλό και για εμάς», αντιμετωπίζοντας εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου ως αντικείμενο και όχι ως άνθρωπο. Εσύ που μια μέρα κάθε χρόνο πηγαίνεις στον επιτάφιο και όλες τις υπόλοιπες αναρωτιέσαι τι θα αλλάξει αν βγεις στο δρόμο.
Όμως και εμείς οι άθεοι και άθρησκοι έχουμε τα κλισέ μας. «Σέβομαι το θρησκευτικό συναίσθημα του άλλου…». Τι ακριβώς να σεβαστώ όταν γνωρίζω ή όταν θα έπρεπε να γνωρίζω πως και γιατί έχει καλλιεργηθεί αυτό το συναίσθημα; Δεν γεννήθηκε ποτέ κανένας άνθρωπος με το κουσούρι του θρησκευτικού συναισθήματος. Αυτό του το εγχάραξε μια συγκεκριμένη κοινωνία που τον θέλει υποταγμένο. Μια κοινωνία που θέλει τον άνθρωπο να υποτάσσεται στους νόμους της καθ’ εικόνα και καθ’ομοίωση της υποταγής στον θεό. Τον εκπαίδευσε αυτή η κοινωνία με τα κατηχητικά της, τα υποχρεωτικά θρησκευτικά, τον προσηλυτισμό, το πάντα υψηλό κοινωνικό στάτους που απολάμβαναν οι παπάδες, τα ήθη και τα έθιμά της, αλλά κυρίως με την καλλιέργεια της αντίληψης ότι είσαι δούλος και όσο πιο δούλος είσαι τόσο το καλύτερο.
Ωστόσο το να αποδεχτείς την αιτιολόγηση ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν δεν φταίνε αλλά το κάνουν από συνήθεια, γιατί έτσι έμαθαν ή γιατί είναι ανίκανοι να σκεφτούν πέρα από το προφανές δεν είναι παρά μια ακόμα χαζή δικαιολογία. Και ο φασίστας έγινε φασίστας για κοινωνικούς ή ψυχολογικούς λόγους. Μπορείς να τον δικαιολογήσεις; Και αυτός που κακοποιεί την γυναίκα του τα παιδιά του ή τον σκύλο του κάποια δικαιολογία θα βρει.
Αυτή η ευκολία με την οποία αποδεχόμαστε την βλακεία, μπορεί να μας δίνει την ψευδαίσθηση της ανωτερότητας, αφού εμείς κατανοούμε κάτι που οι φτωχοί τω πνεύματι δεν μπορούν να κατανοήσουν, αλλά μας στερεί την δυνατότητα να τους αντιμετωπίσουμε ως κανονικούς ανθρώπους. Οπότε ας μην τρομάζουμε από την παντελή αδυναμία τους να συμπεριφερθούν ως κανονικοί άνθρωποι.