21 Ιούνη 1949 «σκοτώνεται σε μάχη στα Μάρμαρα Φθιώτιδας ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ από ταμαθητικά του χρόνια και αργότερα, όντας φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έγινε μέλος του ΚΚΕ. Συμμετείχε δραστήρια σε όλους τους φοιτητικούς και λαϊκούς αγώνες, ενώ όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος πολέμησε στο μέτωπο. Από τους πρώτους αντάρτες στον Παρνασσό, μετείχε στην ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου» (902,gr). Μετά τη Βάρκιζα πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του ΔΣΕ Παρνασσίδας και Ρούμελης.
«Το 1948 με το βαθμό του υποστράτηγου διορίστηκε από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Από τη θέση αυτή αναδείχθηκαν οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη – Γιώτη, υποστράτηγο, διοικητή της Ι Μεραρχίας, τέλος του 1948 χτύπησαν την Καρδίτσα, ενώ στις αρχές του 1949 κατέλαβαν το Καρπενήσι, το οποίο κράτησαν επί ένα 20ήμερο» (902,gr).
Σήμερα δημοσιεύουμε τη μαρτυρία του ασυρματιστή του Διαμαντή, Νίκου Μανιά, σμηναγού ε.α., όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του (ιδιωτική έκδοση την οποία επιμελήθηκε ο Γιώργης Μωραΐτης – συνέβαλα και εγώ) με τίτλο «Στον ασύρματο της Ρούμελης». Μια σπάνια και μοναδική μαρτυρία, ενός ανθρώπου που ήταν στο τμήμα του Διαμαντή όταν δέχτηκαν την επίθεση του κυβερνητικού στρατού. Πολύτιμη ιστορική μαρτυρία.
Στο τέλος της μαρτυρίας δίνουμε το βιογραφικό του Νίκου Μανιά.
Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής
Υστέρα από πολλές περιπλανήσεις και πορείες μέσα σε περιοχή γεμάτη στρατό, είχε έρθει και μεγάλο τμήμα από την Πελοπόννησο, βρεθήκαμε ανάμεσα στο Γαρδίκι Ομιλαίων και Αργύρια, πιο κάτω. Το μέρος ήταν πιασμένο. Πάμε να περάσουμε. Μας βάζουν πυρά. Δεν πήραν κανέναν. Προχωρούμε σιγά σιγά. Κλεινόμαστε σ’ ένα ύψωμα κάτω χαμηλά στη ρεματιά. Όλη τη μέρα έτοιμοι για μάχη. Απέναντι έβαζαν φωτιές στα μαντριά και τις καλύβες. Έψαχναν, πυροβολούσαν, μα εμάς δεν μας ενόχλησαν. Ίσως δεν μας πήραν χαμπάρι που ήμασταν ή ήθελαν να μας πιάσουν ζωντανούς.
Κατά το δειλινό φθάσαμε σιγά σιγά κοντά στα Μάρμαρα. Στην άκρη του αντερείσματος που βρίσκεται ανατολικά τους και που φτάνει μέχρι κάτω στη ρεματιά. Κολλήσαμε σα βδέλλες στο χείλος του αντερείσματος. Ήμασταν εγώ, ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ο Γιώργος Σαφάκας, ο Ηλίας Μανούκας, ο Κώστας Καραγιώργος, ο Θανάσης Κούμαρος, ο Θανάσης Σκαλτσάς, ο Γιώργος Ραυτόπουλος, η Μ. Κάιλα, η Τασία Σφήκα, αδελφή του Βασίλη Σφήκα που πέθανε στην Τασκένδη. Κι άλλοι, πού να θυμάμαι. Πέρασε πάνω από μισός αιώνας. Θα ήμασταν περίπου 50-60 άτομα. Λοιπόν, κολλάμε στην άκρη στο αντέρεισμα. Κάτω χαμηλά ήταν χαμηλό και γυμνό. Είχε φαγωσιές από βροχές και πλημμύρες. Ο Διαμαντής πιάνει την άκρη της προεξοχής του αντερείσματος που είχε κλίση προς τα κάτω. Παίρνει ένα οπλοπολυβόλο και μαζεύει μερικές σφαίρες και κάθεται μόνος του εκεί σκοπευτής.
Ήταν ηλιοβασίλεμα. Ακουστήκαν κάτι φωνές πιο πάνω. Βλέπουμε τρεις στρατιώτες να ’ρχονται προς τα κάτω, δηλαδή προς το μέρος μας, ψάχνοντας στους θάμνους. Ο ένας ξέκοψε και συνέχισε να βαδίζει προς το μέρος μας. Σταμάτησε λίγο πιο πάνω και είπε στους άλλους δυo που τον περίμεναν πως δεν είδε τίποτα. Γύρνα, του λένε εκείνοι. Γύρισε εκείνος και πήγαινε προς τα πάνω. Έτοιμοι ήμασταν να ρίξουμε. Κρατήσαμε την ανάσα μας. Μας έμεινε τώρα ο θάνατος. Όλη τη νύχτα βαδίζαμε. Πέφτουμε κάτω στη ρεματιά και βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο μέρος. Τα πόδια δεν κρατούν άλλο. Ο ένας σέρνει τον άλλο.
Βρεθήκαμε στην ανατολική πλευρά του αντερείσματος. Στην πλαγιά που κατέληγε κάτω ανατολικά στη μεγάλη ξηρορεματιά κι άρχιζε το βουνό της Οίτης. Να φανταστείτε πως απ’ το ύψωμα του αντερείσματος μέχρι τη μεγάλη ρεματιά ήταν δεν ήταν 600 μέτρα. Εμείς ήμασταν στο μέσο. Είχε γουπατάκια γυμνά με φτέρες, είχε και έλατα, κέδρα κι άλλους θάμνους. Αυτό το μέρος λέγεται Αϊ-Γιάννης. Τρυπώσαμε μέσα στα ελατάκια και τις ψηλές φτέρες.
Ήταν η καταραμένη μέρα, 21 Ιούνη 1949. Βλέπουμε κάτω στο δρόμο στρατό με μεταγωγικά. Περνούσαν τη ρεματιά και τραβούσαν προς την Καστριώτισσα. Χαρήκαμε. Είπαμε μέσα μας πως φεύγουν και θα τη γλιτώσουμε. Αμ δε. Άξαφνα βλέπουμε να σταματούν, να κάνουν μεταβολή και να γυρίζουν πίσω. Πώς και γιατί έγινε αυτό δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε. Κάποιος μας έφυγε, πήγε παραδόθηκε και μαρτύρησε πως ήμασταν σ’ αυτό το μέρος. Άκουσα το Διαμαντή να λέει στον Σαφάκα:
— «Κοίτα ρε Γιώργο ποιος μας λείπει».
Και πράγματι, έλειπε μια αγωνίστρια. Δεν βάσταξε άλλο το φριχτό μαρτύριο.
— «Α τη στρίγγλα», είπε ο Διαμαντής. «Μας πρόδωσε».
Δεν άργησαν να φτάσουν από πάνω απ’ το αντέρεισμα, που ήταν μυρμήγκια ο στρατός, μαζί με σκυλιά που γάβγιζαν. Το πήραν παγανιά. Άρχιζαν να φωνάζουν. Εδώ κάτω είναι, έλεγαν και τα σκυλιά γάβγιζαν μαζί τους. Εκείνη την κρίσιμη ιστορική στιγμή, γίνεται μικρό συμβούλιο σ’ αυτό το αλωνάκι με τις φτέρες που ήμασταν όλοι μαζεμένοι και πανικοβλημένοι.
Ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ένας Θύμιος, ο Ραυτόπουλος κι εγώ, λέμε τι πρέπει να κάνουμε.
— «Τα όπλα στα χέρια, λέει ο Διαμαντής, δε θα πάμε προς τα κάτω γιατί είναι πιασμένο, ούτε καταπάνω γιατί είναι γεμάτο στρατό. Θα βαδίσουμε παράλληλα να βγούμε στη βρύση που πάει για Καστριώτισσα και να ξεφύγουμε. Στο δρόμο αυτό θα πολεμήσουμε κι όποιος γλιτώσει. Εσύ Νίκο, γυρίζει και μου λέει ο αετός, πήγαινε καμιά 50αριά μέτρα πιο πέρα κι ό,τι δεις να ’ρθεις να το πεις».
Έτσι κι έγινε. Πήγα σιγά σιγά. Κάθομαι πίσω από ένα έλατο. Πιο πέρα στα 30-40 μέτρα βλέπω ένα στρατιώτη. Κοίταγα και κρυβόμουν. Κοίταγε κι εκείνος και κρυβόταν. Παίζαμε κρυφτούλι. Τρέχω και λέω στον Διαμαντή.
— «Αρχηγέ είναι κι από μπροστά μας».
Ώσπου να τα πω αυτά, πλάκωσαν από πάνω με φωνές, χουγιαχτά, σκυλιά και θόρυβο. Γελούσαν.
— «Εδώ είναι ρε παιδιά».
Και τι δεν άκουγες. Πανικός. Οι περισσότεροι κάναμε τον κατήφορο. Την ώρα εκείνη ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Κι ένα «ωχ». Μπορεί να σκοτώθηκε τότε ο Διαμαντής, μπορεί και όχι, να σκοτώθηκε αργότερα γιατί οι πυροβολισμοί αυξήθηκαν. Μπορεί και να τους αντιστάθηκε. Μπορεί το «ωχ» να ήταν άλλου. Ποιος τον σκότωσε; Μπορεί αυτοί ή κανένας δικός μας. Δεν ξέρω, ούτε μπορώ να πω με σιγουριά. Άκουσα τον πυροβολισμό και το «ωχ». Αυτό το λέω υπεύθυνα και είναι αληθινό γεγονός κι ας το κρίνει η ιστορία.
Φτάνω πιο κάτω. Δεν πήγα μέχρι τη ρεματιά. Το μέρος ήταν απότομο, πολύ κατηφοριαστό, με κάτι πλάκες γλιστερές, έτρεχε λίγο νερό και κατέληγε σε μια λίμπα γεμάτη. Πέφτω μέσα στο νερό απ’ τη γλιστερή κρεμαστή και βλέπω κόκκινο το νερό. Λίγο χτύπησα στο κεφάλι με το όπλο μου και μάτωσε και χρωμάτισε το νερό. Πού να σκεφτώ τώρα αίματα και κολοκύθια. Κάνω 5 βήματα κι ακούω μέσα από ένα πυκνό θάμνο.
— «Εϊ, Εϊ. Μην πάτε κάτω στη ρεματιά θα σας πιάσουν».
Ήταν ο Γ. Ραυτόπουλος κρυμμένος, δεν μπορούσε να τρέξει γιατί έπασχε από άσθμα. Γλίτωσε και κατέφυγε στην Πολωνία σαν πολιτικός πρόσφυγας. Κάτω στο ρέμα όσοι πήγαιναν έπεφταν απάνω τους και πιάνονταν. Κάτω ακούγονταν ντουφεκιές, φωνές, χαμός.
— «Παραδοθείτε», φώναζαν. Πιάστηκε ο τάδε. Πιάστηκε ο Σαφάκας.
Ένας φώναζε με τον τηλεβόα: Παραδοθείτε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι.
Τρέχω παράλληλα. Είχε ντούσκα. Πίσω δυο σύντροφοι, η Μαρούλα Κάιλα, η Τασία Σφήκα και κάνα δυο άλλοι. Εγώ μπροστά. Για μια στιγμή περνάμε ένα γούπατο και βγαίνουμε σ’ ένα υψωματάκι και βρεθήκαμε απέναντί τους στα 200 μέτρα. Μας ρίχνουν μερικές ριπές για εκφοβισμό. Γυρίζω και βλέπω ένα φαντάρο πεσμένο με οπλοπολυβόλο και έναν όρθιο να μας κοιτάνε με ένταση και να φωνάζουν:
— «Παραδοθείτε ρε παιδιά. Τι χαζομάρες είναι αυτές;».
Τρέχουμε. Ανεβαίνουμε. Πίσω μας ήταν ένα χωματένιο φυσικό τειχάκι. Οι ριπές περνούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Φτάνουμε σ’ ένα σημείο που στο αντέρεισμα ήταν μια γλυψιά. Ίσως παλιά να έγινε πυρκαγιά κι ήταν γυμνό. Μόνο φτέρες και ξεκινούσε από το υψηλότερο μέρος του αντερείσματος μέχρι τη ρεματιά και πλάτος γύρω στα 100 μέτρα. Μόλις μας είδαν στο ξέφωτο από πάνω άρχισαν να βάζουν και να τρέχουν προς τα εμάς. Κοπήκαμε. Εγώ ήμουν γρήγορος στα πόδια και συνέχισα παράλληλα και προς τα πάνω. Οι άλλοι πήραν τον κατήφορο για το ρέμα όπου ίσως και πιάστηκαν. Με ακολούθησε μόνο η Τασία Σφήκα κλαίοντας.
— «Μην κλαις της έλεγα. Τώρα θα βγούμε στη βρύση και θα γλιτώσουμε». Πέρασα το ξέφωτο και μπήκα στο δασωμένο. Η Τασία κοντά μου ασθμαίνοντας και μουτσοκλέοντας. Πλησιάζω στα 100 μέτρα στη βρύση και τι να δω. Γεμάτο φαντάρους και μεταγωγικά. Τότε γυρίζω πίσω. Κρύβω το όπλο μου, είχα δυο χειροβομβίδες «μιλς» για το τέλος μου και τον εχθρό.
Με την ψυχή στα δόντια
Από το ρέμα φώναζαν: Δυο βρίσκονται στο δασωμένο. Τρέξτε να τους πιάσετε. Και ω του θαύματος. Τι να πω ρε παιδιά. Εκεί που έφευγα βρήκα ένα μέρος κατάλληλο για κρυψώνα. Ήταν μια
πέτρα μεγάλη κι είχε σα σπηλιούλα η οποία μεγάλωνε, μ’ ένα πυκνό κλείδωνα. Ήταν μια μικρή σπηλιά. Ούτε παραγγελιά να την είχα. Βλέπετε τι πράγματα συμβαίνουν στην πολυτάραχη ζωή του ανθρώπου;
Αργότερα το μετάνιωσα γιατί δεν πήγα καταπάνω τους να με σκοτώσουν και να γλιτώσω τα άλλα χειρότερα που υπέφερα. Χωνόμαστε μέσα. Η χειροβομβίδα έτοιμη για δράση. Ήταν μεσημέρι. Καλοκαιρινή μέρα, μεγάλη. Ακούμε κάποια στιγμή:
— «Βρε είναι εκεί κοντά. Τρουπώσανε σε μια πέτρα», λέει ένας.
— «Άντε ρε που κυνηγάτε τον κόσμο σα να ’ναι λαγοί, λέει ένας άλλος». Θάρρεψα απ’ αυτό λίγο. Ίσως να ’ταν κανένα παιδί δικό μας, Ελασίτης. Ένας δικός μας ανέβηκε σ’ ένα έλατο. Τον είδαν.
— «Κατέβα κάτω ρε», του φώναζαν.
— «Δεν κατεβαίνω», έλεγε αυτός.
Έριξαν και τον σκότωσαν. Όλα αυτά τα άκουγα απ’ την κρυψώνα. Νύχτωσε. Έβαζαν φωτιά στο μέρος, έκαιγαν τα κούτσουρα και τα ξερόκλαδα για να φέγγει και να μας δουν και να μας πιάσουν.
Ξεκινάω για τα Μάρμαρα. Αντίθετα από εκεί που πηγαίναμε. Δηλαδή, γυρίζαμε πίσω. Η Τασία δεν έπαψε να κλαίει. Ήταν περίπου μεσάνυχτα. Έφαγε καναδυό χαστούκια να πάψει. Κάποιος γλίστρησε τη νύχτα στο δάσος κι έκανε το σύνθημα τσ – τσ – τσ που κάναμε όταν είχαμε λούφα. Αμέσως αποκρίθηκε η Τασία. Εγώ της βούλωσα το στόμα, γιατί δεν ήξερα μήπως ήταν παγίδα. Όλη την ώρα βαδίζαμε για το ύψωμα του αντερείσματος, να βγούμε στο δρόμο που βγαίνει στα Μάρμαρα. Βάδιζα 10 μέτρα κι αφουγκραζόμουν. Είχα οξεία ακοή, ασυρματιστής ήμουν. Άκουγα τα πάντα. Τη νύχτα φώναζαν απ’ τον τηλεβόα. Με τη χαρακτηριστική φωνή του ένας εκφωνητής που δεν έμοιαζε η φωνή του με τη ρουμελιώτικη διάλεκτο ή μοτίβο, αλλά φαινόταν πως ήταν νησιώτης ή Πειραιώτης. Φώναζε λοιπόν, το θυμάμαι σαν τώρα, μέσα στη νύχτα:
— «Συναγωνιστήήή. Σήμερον σκοτώθηκε ο Διαμαντής, ο λοχαγός Σαφάκας πιάστηκε, πολλοί παραδόθηκαν, ο Γράμμος έπεσε κι όλοι έφυγαν για Αλβανία. Εσείς τι κάθεστε; Γιατί δεν παραδίνεστε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι; Αν μέχρι αύριο στις 9 το πρωί δεν παραδοθείτε στον εθνικό στρατό, όποιος συλλαμβάνεται θα εκτελείται επί τόπου. Εντάξει;».
Αυτά άκουγα και προσεχτικά τραβούσα για τη ράχη του αντερείσματος και να φύγω για τα Μάρμαρα που βρισκόταν ακριβώς πίσω και κάτω απ’ την άλλη πλευρά. Μέχρι να φτάσω στο ύψωμα θα ήταν περίπου μεσάνυχτα. Αστροφεγγιά. Έφτασα πίσω από ένα κέδρο φουντωτό και έβαλα αυτί και μάτι να δω κίνηση πάνω στο πλατάνι, να ακούσω θόρυβο ή φωνή. Το ύψωμα ήταν ίσιο και γυμνό, μόνο φτέρες και θα είχε πλάτος 50-60 μέτρα και μάκρος πολύ μεγάλο. Αφουγκράστηκα και κοίταζα μην έχουν στήσει ενέδρα με πολυβόλο. Δεν είδα, τουλάχιστον σε 50 μέτρα κάτι τέτοιο. Μόνο πιο κάτω στα 150 μέτρα περίπου, βοσκούσαν δυο άλογα ή μουλάρια.
Λέω της Τασίας να ετοιμαστεί να τρέξουμε γρήγορα το γυμνό και να μπούμε στο δασωμένο. Έτσι κι έγινε. Τρέχουμε γρήγορα και μπαίνουμε στο δάσος. Ήταν κατηφοριαστό το μέρος. Και κατά σύμπτωση πέσαμε στη στράτα. Ήταν όλο πέτρες και το χώμα δουλεμένο απ’ τα μεταγωγικά και τις αρβύλες του στρατού. Κατάλαβα πως πέρασε πολύς κόσμος από εκεί αλλά δεν ήξερα πού κατευθύνθηκε. Μου καρφώθηκε στο μυαλό να πάω στο χωριό. Ήξερα πως ήταν ακατοίκητο εδώ και 2 χρόνια, αν όχι παραπάνω. Ετοιμαζόμουν να πάω στην πλατεία όπου εκεί ήταν και βρύση. Μόλις φτάνουμε στο κορφινό σπίτι, ακούγω γαύγισμα σκυλιού απ’ την πλατεία. Μ’ έβαλε σε υποψία, πού βρέθηκε ζωντανό σε νεκρό κι έρημο χωριό. Αλλάζω γνώμη και πηδώ τη μάντρα του πρώτου σπιτιού. Μπήκαμε μέσα στην αυλή. Ήταν μικρή, το σπιτάκι μικρό και η αυλή χορταριασμένη, όλο τσουκνίδα. Ανοιχτή μια ξυλόπορτα σπασμένη. Μπαίνουμε μέσα και ανεβαίνουμε στο ταβάνι. Εκεί μας πηρέ ο ύπνος. Το πρωί με την ανατολή του ηλίου με ξυπνάει κλαίοντας η Τασία.
— «Γιατί κλαις; Τι θέλεις;».
— «Κοίτα» μου λέει.
Έσκυψα και κοίταξα απ’ το άνοιγμα της οροφής, στρατό με τις καραβάνες να κατεβαίνει απ’ το υψωματάκι που βρισκόταν πάνω απ’ το χωριό, στην πλατεία για συσσίτιο. Φωνές, θόρυβος, χαλασμός. Είχαν βάλει καζάνια στην πλατεία και μοίραζαν συσσίτιο.
Καθίσαμε όλη μέρα εκεί στο ταβάνι. Πεινούσα. Στη μικρή αυλή ήταν μια κερασιά με κεράσια. Κατέβηκα με χίλιες προφυλάξεις και έφαγα κάμποσα κεράσια κι έδωσα και στην Τασία. Κατά το δειλινό άκουσα φωνές και συζήτηση πιο κάτω στο δρόμο. Ένας έλεγε: «Θα τον πάτε έξω απ’ το χωριό και θα τον εκτελέσετε». Υστέρα από λίγο ακούστηκε ο πυροβολισμός. Έκλαψα πικρά. Μάτωσε η ψυχή μου. Ποιο παλικάρι να πλήρωσε με τη ζωή του αυτή τη τραγωδία; Μ’ έπιασε μελαγχολία και αγωνία. Δε φοβήθηκα αλλά πεισμάτωσα περισσότερο. Άλλωστε σε τέτοιες στιγμές δεν υπάρχει καιρός να φοβηθείς. Βλέπεις το θάνατο πάντοτε μπροστά σου και τον συνηθίζεις.
Σαν νύχτωσε, φεύγουμε απ’ αυτό το σπιτάκι και τρέχοντας προς τα κάτω περάσαμε έναν κήπο, θυμάμαι, γεμάτο δέντρα καρποφόρα, τα περισσότερα κερασιές. Φτάσαμε στη ρεματιά και πηγαίναμε για το Νικολίτσι. Στο δρόμο τη νύχτα πέσαμε σε μια χαράδρα πυκνοδασωμένη κι όσο να την περάσουμε στην άλλη άκρη, μας πήραν τα χαράματα. Εκεί έχασα τα μισά μαλλιά απ’ το κεφάλι μου. Είχα πολύ πυκνό μαλλί. Το ’χασα στα δέντρα. Βγήκε ο ήλιος και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου δρόμο πολύ αλεσμένο. Κατάλαβα. Πέρασε στρατός. Πλησιάζουμε στο δρόμο και κρυβόμαστε 7-8 μέτρα μακριά του, μέσα σ’ ένα πυκνό θάμνο. Καθίσαμε μέχρι το μεσημέρι. Σε λίγο ακούγεται θόρυβος, ποδοβολητό και φωνές.
Κοιτάω στο δρόμο, απ’ το θάμνο πιο κάτω έρχονταν στρατός με μεταγωγικά φορτωμένα τσουβάλια, κάσες κι άλλα τρόφιμα. Οι στρατιώτες οι περισσότεροι ήταν καβάλα και τα όπλα τους χιαστί. Έλεγαν διάφορα. Πέρασαν μπροστά μας χωρίς να μας αντιληφθούν, αφού ήμασταν καλά κρυμμένοι. Αυτή η φάλαγγα κατευθύνονταν προς το Γαρδίκι Ομιλαίων μάλλον.
Αφού πέρασαν και κατέβηκε πολύ ο ήλιος σηκωθήκαμε και φεύγοντας φτάσαμε σ’ ένα καλυβάκι που ήταν χωμένο σε κάτι μεγάλες μουριές και η σκεπή του ήταν με τσίγκο. Ανέβηκα στη σκεπή και τι να δω. Όλη η σκεπή ήταν σκεπασμένη από μούρες άσπρες, άλλες σταφιδιασμένες κι άλλες φρέσκες και πολλές ακρίδες να τις τρώνε. Ρίχτηκα με λαιμαργία κι άρχισα να τρώω μούρες χωρίς διάκριση, ούτε λογαριάζοντας τις ακρίδες. Η Τασία κάθονταν κάτω και προσπαθούσε να φτάσει τα μούρα απ’ τα κλωνάρια.
Φύγαμε για το χωριό Μαυρίλο. Κοιτάμε αν υπάρχει κίνηση στο χωριό. Δεν υπήρχε. Πήγαμε στον πλάτανο στη πλατεία. Υπήρχε κακαβολίθι και στάχτη. Κάποιοι είχαν βράσει καλαμποκόσπυρα. Ποιοι να ’ταν; Δεν ξέρω. Βλέπω κάποιον να βγαίνει από ένα σοκάκι και να ’ρχεται προς τα μάς. Ήταν ντυμένος χωριάτικα με μαύρη τσούκνα και ταγάρι στον ώμο.
Με τη χειροβομβίδα στο χέρι του φωνάζω: Ποιος είσαι εσύ;-
– «Δικός σας», μου λέει.
— «Πέτα το ταγάρι και με τα χέρια ψηλά έλα».
Ήταν ένας που είχε μύλο εκεί κοντά. Κι αυτός με την οικογένειά του κυνηγημένος. Την είχε σε μια χαράδρα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Ήταν δικός μας πράγματι.
— «Εδώ πιο πάνω είναι τμήματα του στρατού, μου λέει. Πιο πέρα σ’ εκείνο το δασωμένο υψωματάκι είναι κι ο Ηρακλής με καμιά δεκαριά».
Ο Ηρακλής είχε γλιτώσει, όταν σκοτωνόταν ο γίγαντας Διαμαντής. Θα τον βρούμε λίγο αργότερα πάνω απ’ το Νιοχώρι. Στο Μαυρίλο νύχτωσε, ο μυλωνάς έφυγε κι εγώ με την Τασία πιάσαμε ένα ακρινό σπίτι κι ανεβήκαμε στο ταβάνι. Εκεί ψάχνοντας βρήκα ένα σακουλάκι αλάτι και κάτι ξεροφάσουλα. Πώς όμως να τα βράσω; Φωτιά δεν είχα. Έγλειφα λίγο αλάτι.
Είχα ξεπλυθεί τελείως. Τη νύχτα ακουστήκαν φωνές και θόρυβος προς την εκκλησία, στη πλατεία. Κοιτάζω, άναψαν φωτιά για καζάνι. Κατά τα χαράματα ήρθε ένας σύνδεσμος προφανώς καβάλα σε άλογο, κάτι είπε και σε λίγο βλέπω όλο το τμήμα να συντάσσεται και να φεύγει προς νότο. Πέρασε μια ώρα. Σκέφθηκα να πάω στην εκκλησία που ήταν φωτιά, να πάρω και να βράσω τα φασόλια. Κατέβηκα στο δρόμο και με χίλιες προφυλάξεις πήγα και πήρα ένα δαυλί με φωτιά. Πήγα στο σπίτι και άναψα μπροστά στην αυλή φωτιά κι έβρασα τα φασόλια. Για να έχω πάντα όμως φωτιά κονόμησα ένα κομμάτι ίσκα κι αυτή διατηρούσε φωτιά μέχρι να ανταμώσουμε τον Ηρακλή. Πράγματα δηλαδή αρχέγονα. Τα λέγω και δεν τα πιστεύω ο ίδιος. Κι όμως, είναι όπως τα λέω. Αληθινά.
Το πρωί άρχισα να ερευνώ το σπίτι. Ήταν αρχοντικό. Φαίνεται πως ήταν Αμερικάνοι αυτοί που ζούσαν εκεί. Συρόμενες πόρτες χώριζαν τα δωμάτια. Βρίσκω μια μικρή βιβλιοθήκη. Ήταν βιβλία γυμνασίου. Αρχαία, μαθηματικά, φυσική. Άρχισα να τα ξεφυλλίζω με ενδιαφέρον. Ήρθε στο νου μου η ειρηνική ζωή που έκανα κι εγώ πριν από λίγα χρόνια στο γυμνάσιο. Αμέσως τ’ αφήνω γιατί μου φάνηκε πως άκουσα θόρυβο μέσα στο σπίτι. Φώναζα λίγο: «Αν είσαι άνθρωπος βγες. Είμαι καλός άνθρωπος κι εγώ». Πήγα σ’ όλα τα δωμάτια, κάτω στο ισόγειο που ήταν τα παχνιά για τα ζώα, τίποτα. Κανένα ίχνος ζωής.
Εκεί μπροστά στο ισόγειο στην είσοδο ήταν μια μικρή κερασιά φορτωμένη μεγάλα ώριμα κεράσια. Άρχισα να τσιμπολογώ, όταν ακούγω μια φωνή να λέει: «Εδώ έλα να φας καλά κεράσια».
Φοβήθηκα κι έτρεξα στο ταβάνι. Βρίσκω την Τασία τρομοκρατημένη και να κλαίει.– «Άκουσες, είδες τίποτα;» της λέω
— «Δε βλέπεις;».
Γυρνάω το κεφάλι προς τα πίσω μέσα από τη χαραμάδα της σκεπής και τι να δω. Δυο φαντάροι με τα όπλα χιαστί κρεμασμένα, έτρωγαν κεράσια από δυο φουντωτές κερασιές τραβώντας τα κλωνάρια. Αυτοί μιλούσαν και κουβέντιαζαν χωρίς να μας δουν εμάς.
Καθίσαμε εκεί ως το βράδυ, ώσπου καταφτάνει ένα τμήμα στρατού και μπαίνοντας στο χωριό ψάχνανε τα σπίτια και κόβανε ολόκληρα κλωνάρια κερασιές και τις κουβαλούσαν κάτω στην εκκλησία στον πλάτανο κι εκεί τα μάζευαν. Ήρθαν και στο γειτονικό σπίτι. Συζητούσαν, έκοβαν κερασοκλώναρα. Μάλιστα ένας έλεγε: «Ο αδελφός μου ήταν στο Ζέρβα». Το βράδυ έφυγαν .
(Στη φωτογραφία του εξωφύλλου ο καπετάν Διαμαντής νεκρός – κατά την πηγή όπου βρήκαμε τη φωτό «Κόκκινος Φάκελος«)
***
Βιογραφικό Νίκου Μανιά
Νίκος Μανιάς (Νικοτσάρας) σμηναγός ε.α. «Στον ασύρματο της Ρούμελης». (Αναμνήσεις του
αεροπόρου, πρωτοπόρου κομμουνιστή στη γενέτειρά του Μενδενίτσα Λοκρίδας, επικεφαλής του Εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής, μέλους της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ στη Λοκρίδα κατά την Κατοχή, συνεργάτη του περιοδικού της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» και επί τρία χρόνια ασυρματιστή στο Αρχηγείο του ΔΣΕ στη Ρούμελη και στη 2η Μεραρχία του θρυλικού Διαμαντή). Μετά την ήττα του ΔΣΕ ο Ν. Μανιάς βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, όπου σπούδασε ηλεκτρονικός και βραβεύθηκε για τη δουλειά του του από το Υπουργείο Βιομηχανίας της ΕΣΣΔ. Μετά τον επαναπατρισμό του και μέχρι το θάνατό του, το 1999, συνέχισε τον αγώνα του από τις γραμμές του ΚΚΕ.