«Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας - ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά - είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει - η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας...».
Μπαρτολομέο Βαντσέτι
Αμερικανική μπροσούρα της εποχής για την υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι |
Στις 15 του Απρίλη του 1920, δύο ταμίες του εργοστασίου υποδημάτων ΣΛΕΪΤΕΡ & ΜΟΡΙΛ, ο Φρέντερικ Πάρμεντερ και ο Αλεξάντερ Μπεραρντέλι, περπατούσαν στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών, στον κεντρικό δρόμο του Σάουθ Μπρέιντρι. Μαζί τους κουβαλούσαν δύο μικρά χρηματοκιβώτια με 15.000 δολάρια. Λίγο πριν φτάσουν στην πόρτα του εργοστασίου - περί τις 3 μ.μ. - δέχτηκαν επίθεση από ένοπλους ληστές, που άρχισαν να τους πυροβολούν. Οι ληστές αφού εκτέλεσαν τα θύματά τους πήραν τα χρηματοκιβώτια και το έσκασαν με αυτοκίνητο που τους περίμενε γι' αυτή τη δουλιά μαζί με άλλα μέλη της συμμορίας. Παρά το γεγονός ότι η ληστεία ήταν αιματηρή, δεν ήταν καθόλου ένα ασυνήθιστο γεγονός εκείνη την εποχή τόσο στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης όσο και γενικότερα στις ΗΠΑ. Οι αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τους ληστές ως ξένους, πιθανότατα Ιταλούς. Για το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στη ληστεία είπαν πως ήταν τύπου «Οβερλαντ».
Εχοντας αυτά τα στοιχεία η αστυνομία βρήκε πως κάποιος Ιταλός, ονόματι Μπόντα, είχε αφήσει για επισκευή στο «Γκαράζ Τζόνσον», ενός προαστίου της πόλης, ένα παλιό «Οβερλαντ». Οπως ήταν φυσικό, το γκαράζ τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και ο ιδιοκτήτης του κλήθηκε να ενημερώσει αμέσως τις αρχές στην περίπτωση που ο Μπόντα ή κάποιος άλλος ζητούσε να πάρει το αυτοκίνητο.
Είκοσι μέρες μετά τη ληστεία, τη νύχτα, στις 5 του Μάη του 1920, ο Μπόντα με τρεις γνωστούς του πήγε στο γκαράζ για να πάρει το αυτοκίνητο. Ο Τζόνσον αμέσως έστειλε τη γυναίκα του να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και οι τέσσερις ύποπτοι που αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε προτίμησαν να φύγουν. Λίγο αργότερα η αστυνομία συνέλαβε τους τρεις ενώ ο Μπόντα κατάφερε να διαφύγει. Τον έναν απ' αυτούς, τον Ορτσιάνι, τον συνέλαβαν και την άλλη μέρα τον φυλάκισαν. Οι άλλοι δύο πήραν το τραμ του Μπρόκτον, συνελήφθησαν μέσα σ' αυτό και οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί έδωσαν τα ονόματά τους: Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Στην ανάκριση έπεσαν σε αντιφάσεις κι ήταν φανερό πως ήθελαν να κρύψουν πράγματα. Για τον Μπόντα και τον Ορτσιάνι δήλωσαν πως δεν τους ήξεραν αλλά δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο πήγαν μαζί με αυτούς τους δύο στο «Γκαράζ Τζόνσον» να πάρουν το «Οβερλαντ». Στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο περίστροφα. Ο Σάκο μάλιστα κουβαλούσε μαζί του και σφαίρες1. Η θέση τους - χωρίς φυσικά οι ίδιοι να γνωρίζουν τι ακριβώς τους περίμενε - ήταν αρκετά δύσκολη. Πριν όμως παρουσιάσουμε τη συνέχεια ας δούμε ποιοι ήταν οι δύο αυτοί άνθρωποι.
Δυο Ιταλοί μετανάστες στη γη της ...επαγγελίας
Ο Σάκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης. Ηταν κοντός και μυώδης, με μεγάλη όρεξη για ζωή. Αγαπούσε τη φύση, τα λουλούδια, τα δέντρα και ήταν σπουδαίος κηπουρός. Αντίθετα από τον Βαντσέτι, αυτός είχε δημιουργήσει οικογένεια. Το πρώτο του παιδί ήταν ο Ντάντε κι αργότερα προστέθηκε κι ένα κοριτσάκι, η Ινέζ. Με την οικογένειά του ζούσε αρμονικά και με τη γυναίκα του είχε μια πολύ όμορφη σχέση. Οι γείτονες συχνά έβλεπαν και τους δύο να επιστρέφουν πιασμένοι χέρι χέρι από τον κυριακάτικο περίπατό τους στο δάσος4. Φαίνεται πως αυτοί οι περίπατοι ήταν από τις πιο όμορφες και πιο σημαντικές στιγμές του ζευγαριού. Στο τελευταίο του γράμμα προς το γιο του, ανάμεσα σε άλλα, ο Σάκο γράφει5: «Γιε μου, αντί να κλαις, γίνε δυνατός για να μπορέσεις να παρηγορήσεις τη μητέρα σου. Κι όταν θα θέλεις να την κάνεις να ξεχνά την παγερή μοναξιά, θα σου πω τι θα κάνεις. Πήγαινέ την έναν μεγάλο περίπατο στην εξοχή, μαζέψτε αγριολούλουδα, ξεκουραστείτε κάτω απ' τη σκιά των δέντρων, δίπλα στο ρυάκι που τραγουδά σιγανά, και κοντά στη γλυκιά ηρεμία της μάνας φύσης. Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά θα της δώσουν χαρά κι εσύ θα είσαι ευτυχισμένος».
Αγωνιστές στις τάξεις του εργατικού κινήματος
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ζούσαν στον πυρετό μιας αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης και ξεπερνούσαν όλα τα άλλα κράτη στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής. Η μεταλλουργία των μαύρων μετάλλων και η εξόρυξη γαιάνθρακα αναπτύσσονταν τόσο πολύ γρήγορα που στα 1913 οι ΗΠΑ παρήγαγαν στους κλάδους αυτούς πιο πολλά προϊόντα από την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία μαζί. Οι εργάτες που δούλευαν στην εργοστασιακή βιομηχανία αυξήθηκαν από 4,7 εκατομμύρια που ήταν το 1889 σε 7 εκατομμύρια το 1914. Η συνολική αξία των βιομηχανικών προϊόντων στην περίοδο αυτή υπερδιπλασιάστηκε για να φτάσει τα 24,2 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας κατά πολύ την αξία των προϊόντων από την αγροτική οικονομία. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών σ' αυτή την περίοδο ήταν η ανάπτυξη των μονοπωλίων. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, για παράδειγμα, από το 1899 έως το 1902, συγκροτήθηκαν 82 τραστ με κεφάλαια 4.318 εκατ. δολαρίων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2% των επιχειρήσεων που το κεφάλαιο της καθεμιάς ξεπερνούσε τα 100 εκατ. δολάρια, είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους το 29% των κεφαλαίων όλων των μονοπωλιακών συγκροτημάτων7. Η ανάπτυξη αυτή συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Μετά βέβαια το 1920 τα πράγματα δυσκόλεψαν. Το 1921 ψηφίστηκε ο νόμος του 3%, βάσει του οποίου στις ΗΠΑ γίνονταν δεκτοί μετανάστες ίσοι με ποσοστό 3% των ομοεθνών τους που ήδη βρίσκονταν στη χώρα, σύμφωνα με την απογραφή του 1910. Το 1924 το ποσοστό έγινε 2% βάσει της απογραφής του 1890 και πάει λέγοντας8.
Δίπλα στην ανάπτυξη των μονοπωλίων ξεδιπλώθηκε και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Το 1901 διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες ενώθηκαν και δημιούργησαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής, στις τάξεις του οποίου, από την πρώτη στιγμή, εμφανίστηκαν δύο τάσεις: Η δεξιά οπορτουνιστική και η αριστερή επαναστατική. Επίσης, υπήρχε και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, με ηγέτη τον Ντε Λεόν, που υποστήριζε τη «θεωρία του βιομηχανισμού», μια θεωρία που πρέσβευε ότι ο ηγέτης της εργατικής τάξης στον αγώνα της για κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι η πολιτική αλλά η βιομηχανική οργάνωση9.
Παρ' όλα αυτά οι «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» οργάνωσαν πολλές από τις μαχητικότερες απεργίες στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, όπως, για παράδειγμα, η απεργία των 23.000 υφαντουργών στο Λόρενς της Μασαχουσέτης, μια απεργία που συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή.
Σ' αυτό το εργατικό κίνημα μπήκαν, ανδρώθηκαν κι έδωσαν όλο τους το είναι ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Ταυτόχρονα, ξεχωριστή δράση ανέπτυξαν και για την υπεράσπιση των αλλοδαπών. Η τεράστια είσοδος μεταναστών στις ΗΠΑ είχε φέρει στην επιφάνεια το ρατσισμό και οι αιτίες γι' αυτό ήταν πολλές. «Γύρω από τον πυρήνα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων - γράφει ο Εγκον Αϊς11 - σχηματίστηκαν ζώνες από κατοικίες ξένων μεταναστών. Οι εθνικές ομάδες έμεναν στενά ενωμένες γιατί έτσι δεν ένιωθαν χαμένες στην απέραντη χώρα. Επαιρναν μαζί τους ένα μέρος της πατρίδας, διατηρώντας τους τρόπους ζωής, τα έθιμα, τη θρησκεία και προπαντός τη γλύκα της παλιάς τους χώρας. Ετσι, σχηματίστηκε τελικά μια αόρατη, αλλά ισχυρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις συνοικίες του αγγλόφωνου πληθυσμού και στα "σλαμς" των ξένων μεταναστών. Τυπικά ήταν κι εκείνοι Αμερικανοί, μα Αμερικανοί δευτέρας τάξεως. Ακόμα κι ο πιο φτωχός αγγλόφωνος γιάνκης μπορούσε να κοιτάζει με συγκατάβαση ή και περιφρόνηση τους συνωστισμένους μετανάστες με τις παράξενες συνήθειες και τη γελοία προφορά. Γρήγορα δημιουργήθηκαν ειρωνικά παρατσούκλια για ολόκληρες ομάδες πληθυσμού: "Κίκε" για τους Εβραίους, "Ολσεν" για τους Σκανδιναβούς και "Τζίνεϊ" ή "Ντάγκος" για τους Ιταλούς».
Για τη δράση τους, λοιπόν, στο συνδικαλιστικό κίνημα και την υπεράσπιση των μεταναστών ο Νικόλα Σάκο και ο ΜπαρτολομέοΒαντσέτι μπήκαν στο μάτι και στους φακέλους των αρχών. Αλλά και για έναν άλλο λόγο: Εναντιώθηκαν και οι δύο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για να αποφύγουν τη στράτευση, μαζί με μια ομάδα Ιταλών, κατέφυγαν στο Μεξικό όπου έμειναν έως το τέλος του πολέμου. Εκεί φαίνεται πως ισχυροποιήθηκε και η φιλία τους.
Ας επιστρέψουμε όμως από εκεί που αρχίσαμε, στη σύλληψη των δύο συντρόφων.
Ολα ήταν στημένα: Οι κατηγορίες, η δίκη και η καταδίκη
Την περίοδο που συνελήφθησαν ο Σάκο και ο Βαντσέτι ο αντικομμουνισμός στην Αμερική ήταν πλατιά εξαπλωμένος. Για τους συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους και την άρχουσα τάξη είχε καταντήσει σχεδόν εμμονή. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αδικαιολόγητο, αφού τρία χρόνια πριν, η νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία είχε δώσει άλλη τροπή στην παγκόσμια ταξική πάλη. Πολλές χώρες της Ευρώπης βρίσκονταν σε επαναστατική κατάσταση και η εντύπωση πως η ανθρωπότητα είχε μπει στην εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων ήταν διάχυτη. Ετσι η αμερικανική ιθύνουσα τάξη δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό της καταπνίγοντας το επαναστατικό κίνημα πριν εκείνο την απειλήσει. Για την ακρίβεια καταδίωκε οτιδήποτε θεωρούσε επαναστατικό χωρίς να εξετάζει ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, τάσεις και χρώματα στις τάξεις των εργατών. «Οι Αμερικανοί κεφαλαιοκράτες - γράφει ο Εγκον Αϊς16 - δεν ενδιαφέρονταν πολύ γι' αυτές τις λεπτές διαφορές. Γι' αυτούς κάθε οργανωμένος εργάτης, ήταν απλούστατα "Κόκκινος", που πίστευε σε ριζοσπαστικές ξένες ιδέες. Κάθε μέσο ήταν δικαιολογημένο - κατά την άποψή τους - για την προστασία των ιερών και των οσίων του έθνους από αυτό το ξενοφερμένο σκυλολόι».
Αρχικά η αστυνομία κατηγόρησε τους δύο φίλους για «επικίνδυνες ριζοσπαστικές δραστηριότητες» δεδομένου ότι βρήκε πάνω τους προκηρύξεις. Πολύ γρήγορα όμως τους συνέδεσε με τη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή. Μάλιστα επιχειρήθηκε η σύνδεσή τους και με μια άλλη παρόμοια ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Γι' αυτή την τελευταία ο Σάκο μπόρεσε εύκολα να αποδείξει πως είχε άλλοθι, αλλά ο Βαντσέτι, που ήταν πλανόδιος ιχθυοπώλης, δεν μπορούσε να αποδείξει κάθε στιγμή και ώρα πού βρισκόταν. Εν πάση περιπτώσει και για τις δύο ληστείες ο Ορτσιάνι, που είχε συλληφθεί μαζί τους, απέδειξε ότι δεν είχε σχέση και πως βρισκόταν στη δουλιά του. Ετσι αφέθηκε ελεύθερος. Ο Σάκο απαλλάχτηκε στην προανάκριση για τη ληστεία στο Μπριτζγουότερ αλλά δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι βρισκόταν στο παπουτσάδικο που δούλευε, την ημέρα της ληστείας του Σάουθ Μπρέιντρι, γιατί στις καταστάσεις της επιχείρησης φαινόταν πως είχε πάρει άδεια την 15η Απρίλη του 1920. Τέλος, ο Βαντσέτι που λόγω της δουλιάς του δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα με απόλυτη βεβαιότητα, παραπέμφθηκε με την κατηγορία ότι συμμετείχε και στις δύο ληστείες. Για τη ληστεία μάλιστα του Μπριτζγουότερ οδηγήθηκε σε δίκη 49 ημέρες μετά τη σύλληψή του, χρόνος που ήταν πολύ σύντομος για μια τέτοια υπόθεση και μαρτυράει την πρόθεση των αρχών να τον καταδικάσουν πάση θυσία. Εξετάστηκαν 41 μάρτυρες και μόνο δύο ισχυρίστηκαν πως τον αναγνώρισαν ανάμεσα στους ληστές, αλλά όχι και με πολύ πειστικό τρόπο. Ο ένας δήλωνε σχεδόν βέβαιος, αλλά όχι απόλυτα βέβαιος, ο άλλος έλεγε ότι από τον τρόπο που έτρεχαν οι ληστές κατάλαβε πως ήταν ξένοι κ.ο.κ. Τελικά, από αυτή την υπόθεση ο Μπαρτολομέο έφυγε με 15 χρόνια φυλακής στην πλάτη. Η υπόθεση πάντως που έμεινε στην ιστορία, γιατί σ' αυτή έριχνε το μεγάλο βάρος το καθεστώς - αλλά και γιατί σφράγιζε τη ζωή του Σάκο και του Βαντσέτι - ήταν αυτή της ληστείας Σάουθ Μπρέιντρι.
Οι αναγνωρίσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δύο κατηγορούμενοι οπλοφορούσαν χωρίς άδεια όταν συνελήφθησαν, η αδυναμία των τελευταίων να έχουν ένα ατράνταχτο άλλοθι για τη μέρα της ληστείας στο Σάουθ Μπρέιντρι και τέλος ο ισχυρισμός της αστυνομίας πως ένα από τα θύματα της ληστείας είχε χτυπηθεί από σφαίρα που πιθανόν είχε φύγει από το όπλο του Σάκο (τότε δεν υπήρχαν ακριβείς βαλλιστικές έρευνες), ήταν αρκετά «στοιχεία» για να στηθεί μια δίκη που έμελλε ως γεγονός να γραφεί ανεξίτηλα στις σελίδες της Ιστορίας.
Δικαστής των Σάκο και Βαντσέτι ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ένας ακραιφνής συντηρητικός που, όπως γράφει ο Εγκον Αϊς17, «δεν έβλεπε τους "κόκκινους" σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ' ένα μίσος που ήταν σχεδόν θρησκευτικό». Ηταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, αν υποθέσουμε πως το καθεστώς ήθελε μια καταδίκη για να τρομοκρατήσει τους πολιτικοποιημένους ξένους εργάτες.
Φορέας της ανώτατης δικαστικής εξουσίας στις ΗΠΑ είναι ο λαός. Στο όνομα του λαού αποδίδονται οι κατηγορίες, ο λαός φέρεται ότι είναι εναντίον του κατηγορούμενου και οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο τελευταίος πρώτα και κύρια θεωρούνται πράξεις που στέφονται κατά του λαού και μετά οτιδήποτε άλλο. Ο λαός στο δικαστήριο αντιπροσωπεύεται από 12 ενόρκους που συνήθως επιλέγονται σύμφωνα με την κοινωνική τους συμπεριφορά, δηλαδή από το πώς είναι διακείμενοι απέναντι στην κοινωνική κατάσταση. Αλλωστε στο όνομα αυτής της κατάστασης δικάζουν, κι όταν ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι πρωτίστως στρέφεται, με τις πράξεις του, κατά της κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι απειλεί την κοινωνική συνοχή μιας κατεστημένης πραγματικότητας. Ο Αμερικανός δικαστής προεδρεύει και κατευθύνει την ακροαματική διαδικασία και εγγυάται - κατά το νόμο τουλάχιστον - την αμεροληψία των μεθόδων που χρησιμοποιούνται τόσο από την κατηγορούσα αρχή, όσο και από την υπεράσπιση. Εγγυάται ακόμη το σεβασμό της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στο δικαστήριο και προσανατολίζει προς αυτή την κατεύθυνση τη συζήτηση. Τόσο ο δικαστής, όσο και ο εισαγγελέας των αμερικανικών δικαστηρίων είναι πρωτίστως πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι επαγγελματίες δικαστικοί, διορίζονται από την πολιτική εξουσία και συχνά η σταδιοδρομία τους στα δικαστήρια είναι εφαλτήριο για να κάνουν καριέρα στην πολιτική.
Την απόφαση περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου την παίρνουν οι ένορκοι και πρέπει να είναι ομόφωνη. Γι' αυτό συχνά οι ένορκοι μένουν για μέρες κλεισμένοι στις αίθουσες των συνεδριάσεων, ώσπου να αποφασίσουν με ομοφωνία για την τύχη ενός κατηγορουμένου. Στην απόφασή τους μεγάλο ρόλο παίζει ο πρόεδρος των ενόρκων, ένας δηλαδή απ' αυτούς, τον οποίο διορίζει πρόεδρο ο δικαστής. Αυτός λοιπόν «οδηγεί» τους ενόρκους ώστε να καταλήξουν σε ομόφωνη απόφαση.
Στην περίπτωση που οι ένορκοι καταλήγουν σε απόφαση ενοχής, ο δικαστής ανακοινώνει το μέγεθος της ποινής που ορίζει με σαφήνεια ο νόμος. Ομως δεν είναι υποχρεωμένος να ορίσει την ποινή αμέσως. Οσο η υπεράσπιση ασκεί ένδικα μέσα κατά της καταδίκης ο δικαστής μπορεί να μην ορίσει το μέγεθος της ποινής. Τα ένδικα αυτά μέσα, συνήθως κρατούν πολύ κι όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή χωρίς να γνωρίζει για πόσο χρονικό διάστημα καταδικάστηκε. Χρόνια μπορεί να βρίσκεται κάποιος στη φυλακή χωρίς να ξέρει την ποινή του.
Θα 'λεγε κανείς, έχοντας μια γενική εικόνα του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ότι αυτό φτιάχτηκε για να υπάρχουν εξασφαλισμένες καταδίκες των αντιπάλων του καθεστώτος στις πολιτικές δικές. Είναι αδύνατο ένας επαναστάτης που θα συρθεί στα δικαστήρια να γλιτώσει.
Στη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι το δικαστικό σύστημα αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό. Ο δικαστής Θάγιερ, ακραιφνής συντηρητικός, αντικομμουνιστής και γενικά εχθρός ακόμη και των πιο ακίνδυνων ριζοσπαστικών αντιλήψεων ήταν - όπως είπαμε - ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Ο εισαγγελέας Φρεντ Κάτσμαν ήταν του ιδίου φυράματος. Οι δύο αυτοί ευυπόληπτοι Αμερικανοί δικαστικοί λειτουργοί είχαν καταδικάσει τον Βαντσέτι στην πρώτη δίκη για τη ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Οι ένορκοι, τώρα, όπως ήταν φυσικό, επιλέχτηκαν από ανθρώπους της... κοινωνικής τάξεως και ηθικής. «Εκείνα τα πυρετώδη μεταπολεμικά χρόνια - γράφει ο Εγκον Αϊς18 - δεν υπήρχε, για τους περισσότερους δικαστικούς και αστυνομικούς της Πολιτείας της Μασαχουσέτης καμία αμφιβολία για το ζήτημα ποιοι αντιπροσώπευαν τον πραγματικό «λαό». Ηταν οι λευκοί, αγγλόφωνοι, θρήσκοι και αξιοσέβαστοι αστοί, οι λεγόμενοι 100% Αμερικανοί. Οι νέγροι που ήταν γεννημένοι στις Πολιτείες, οι μετανάστες, που είχαν αποκτήσει αμερικανική υπηκοότητα, και οι ριζοσπάστες, ακόμα κι αν προέρχονταν από αριστοκρατικές οικογένειες, δεν ανήκαν απλούστατα στον αμερικανικό λαό, που αποφαίνεται κυρίαρχα και αλάνθαστα στα ζητήματα της Δικαιοσύνης!».
Στη δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής γιατί οι δύο κατηγορούμενοι δε μιλούσαν καλά την αγγλική γλώσσα. Ομως κι εδώ οι αρχές δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμεροληψίας. Μεταφραστής ήταν κουμπάρος του εισαγγελέα, αφού ο τελευταίος του είχε βαφτίσει το γιο. Επρόκειτο για έναν πρώην Ιταλό που παλιά ονομαζόταν Τζουζέπε Ρόσι και τώρα που είχε γίνει Αμερικανός τον φώναζαν Τζόζεφ Ρος. Ο Ρος ήταν τόσο μεροληπτικός στη διερμηνεία του σε βάρος των κατηγορουμένων που συχνά - πυκνά στη δίκη ο Σάκογινόταν έξαλλος μαζί του αν και ήξερε λιγότερα αγγλικά από τονΒαντσέτι. Οταν αργότερα επιχειρήθηκε να εξεταστεί σε βάθος η αμεροληψία του Ρος ο... εντιμότατος αυτός κύριος βρισκόταν στη φυλακή γιατί είχε πάρει χρήματα από Ιταλούς για να δωροδοκήσει Αμερικανούς υπαλλήλους.
Ο δικαστής Θάγιερ, την πέμπτη ημέρα της δίκης διόρισε πρόεδρο των ενόρκων, κάποιον, ανάμεσά τους, δήθεν τυχαία. Επρόκειτο για τον Ουόλτερ Ρίπλεϊ, που τότε ήταν αρχηγός της αστυνομίας στο Κουίνσι και γνωστός εχθρός των Ιταλών, που τους ανέφερε πάντοτε με το υβριστικό προσωνύμιο «Ντάγκο». Αυτός λοιπόν έμπαινε στο δικαστήριο, χαιρετούσε τη σημαία, πράγμα που έδειχνε τον ακραίο εθνικισμό του και τη βαθιά του προκατάληψη εναντίον των ριζοσπαστών και όλων αυτών που το καθεστώς τους ονόμαζε γενικά «κόκκινους». Μάλιστα δεν έκρυβε την αντιπάθειά του προς τους κατηγορούμενους και την πίστη του στην ενοχή τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες έγινε η δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι κι ασφαλώς δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται πως οι δύο κατηγορούμενοι ήταν τελειωμένοι πριν ακόμη ξεκινήσει τις εργασίες του το δικαστήριο.
Η δίκη άρχισε στις 31 Μάη του 1921. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν εκεί αλυσοδεμένοι. Κατέθεσαν 107 μάρτυρες υπεράσπισης και 67 μάρτυρες κατηγορίας19. Οι περισσότεροι δασκαλεμένοι από την αστυνομία για το τι θα καταθέσουν. Ο δικαστής Θάγιερ παρότρυνε τους ενόρκους να κρίνουν με βάση το κυρίαρχο πατριωτικό πνεύμα «Σας καλώ - έλεγε - να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εδώ με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού που έδειξαν οι στρατιώτες μας πέρα από τον ωκεανό»20.
Στις 14 Ιούλη του 1921 βγήκε η απόφαση. Οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι!!!
Η διεθνής αλληλεγγύη δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ηλεκτρική καρέκλα
Στις 29 Οκτώβρη του 1921 ξεκίνησε μια τεράστια εκστρατεία, η οποία - πλαισιωμένη από ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης σ' ολόκληρο τον κόσμο - στόχευε στην ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης.
Οι πρώτες εκδηλώσεις υποστήριξης στους Σάκο και Βαντσέτι ήρθαν από τη χώρα τους, την Ιταλία, όπως φανερώνει το γράμμα, που τον Αύγουστο του 1921 έστειλε η Εκτελεστική Επιτροπή της Ενωσης Συνδικάτων της Ρώμης στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρτιγκ. Από τον Οκτώβρη, όμως, του 1921, η διεθνής εκστρατεία για τη σωτηρία των δύο αγωνιστών θα πάρει τεράστιες διαστάσεις, όταν, όπως γράφει ο Patric Kessel, «η Κομμουνιστική Διεθνής θα ρίξει στη ζυγαριά το βάρος της»21.
Στο 4ο Συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1922, η Κομμουνιστική Διεθνής πήρε μια απόφαση «Για βοήθεια στα θύματα της καπιταλιστικής καταπίεσης», που συμπεριελάμβανε και την υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι. Η απόφαση αυτή ήταν η εξής22: «Η επίθεση του καπιταλισμού σε όλες τις αστικές χώρες οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των κομμουνιστών και των ακομμάτιστων εργατών που αγωνίζονται εναντίον του καπιταλισμού και στενάζουν στα μπουντρούμια. Το 4ο Συνέδριο ζητάει από όλα τα κομμουνιστικά Κόμματα να δημιουργήσουν μια οργάνωση, που σκοπό θα έχει να βοηθήσει υλικά και ηθικά τους φυλακισμένους του καπιταλισμού και χαιρετίζει την πρωτοβουλία των οργανώσεων των παλιών Ρώσων μπολσεβίκων που άρχισαν να δημιουργούν μια διεθνή ένωση τέτοιου είδους οργανώσεων». Ετσι, χάρη στη «Διεθνή Εργατική Βοήθεια», θα οργανωθεί ένα τεράστιο κίνημα συμπαράστασης στουςΣάκο και Βαντσέτι. Στη Γαλλία από το Σεπτέμβρη του 1921 δημιουργείται μια «Κεντρική Επιτροπή συμπαράστασης» και στις 24 Οκτώβρη του ιδίου έτους οργανώθηκε μια τεράστια διαδήλωση που ανάγκασε τη γαλλική αστική τάξη να περιφρουρήσει την αμερικανική πρεσβεία με 10.000 αστυνομικούς και 18.000 στρατιώτες23. Το κίνημα αλληλεγγύης απλώθηκε παντού και διατηρήθηκε ακμαίο και ισχυρό σ' όλη τη διάρκεια που ο Σάκο και ο Βαντσέτι ήταν ζωντανοί στη φυλακή. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Σοβιετική Ενωση, στη Γερμανία, στην Ινδία, στην Απω Ανατολή, στην Κεντρική και Νότιο Αμερική κ.ο.κ., εκατομμύρια εργάτες ζητούσαν την απελευθέρωση των δύο Ιταλών αγωνιστών. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτοί. «Ενας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων - γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς24 -, ανάμεσα στους οποίους η Ντόροθι Πάρκερ, ο Μπέρναρντ Σο και ο Τζον Γκλασγουόρθι, υποστήριξαν την αθωότητα των δύο Ιταλών και ζήτησαν την απόλυσή τους». Σ' αυτούς μπορούν να προστεθούν ο Ανατόλ Φρανς, ο Ρομέν Ρολάν, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και πολλοί άλλοι.
Από δικαστικής απόψεως, η υπεράσπιση κατάφερε επί της ουσίας να τινάξει όλη τη σκευωρία στον αέρα. Απέδειξε ότι για να μπορέσει να στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση δεν είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία. Αποκάλυψε τους στημένους μάρτυρες. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς αναίρεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις που ενοχοποιούσαν τους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Η χαριστική βολή, όμως, ήρθε το φθινόπωρο του 1925, όταν ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι κι ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν είχαν καμία σχέση μ' αυτήν. Εντούτοις το καθεστώς δεν έλαβε τίποτα απ' όλα αυτά υπόψη. Από τον Οκτώβρη του 1921 έως τον Αύγουστο του 1927, έγιναν 7 αιτήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης και απορρίφθηκαν και οι επτά.
Η τελευταία αίτηση απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και εξετάστηκε - για να απορριφθεί - σε συνεδριάσεις και συσκέψεις του από τις 27 Γενάρη έως τις 5 Απρίλη του 1927. Τα ένδικα μέσα είχαν τελειώσει. Τώρα είχε έρθει η ώρα να ανακοινωθεί η ποινή: Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι θα οδηγούνταν στην Ηλεκτρική Καρέκλα. «Τότε - γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς25 - έγινε στον κυβερνήτη Ταφτς Φούλερ της Μασαχουσέτης μια τελευταία έκκληση για να επιδείξει επιείκεια. Στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από μια δύσκολη κατάσταση, διόρισε μια επιτροπή από δύο πανεπιστημιακούς κι από έναν τέως δικαστικό για να μελετήσει την υπόθεση. Η επιτροπή αποφάνθηκε πως η ετυμηγορία του 1921 ήταν δίκαιη».
Εντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22 Αυγούστου του 1927, όταν το ημερολόγιο είχε περάσει στην 23η μέρα του μήνα, Ο Σάκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και οΒαντσέτι. Μαζί τους πέθανε και ο Μαντέιρος. Η αμερικανική αστική τάξη προχωρούσε σε έναν ακόμη συμβολισμό. Εβαλε να πεθάνουν μαζί δύο κοινωνικοί αγωνιστές κι ένας ποινικός, για να δείξει ότι γι' αυτήν διαχωρισμός δεν υπήρχε... Εχει, άραγε, τέλος η ταξική της βαρβαρότητα;
Την επόμενη μέρα, ο «Ριζοσπάστης» φιλοξένησε την είδηση ως βασικό θέμα στην πρώτη του σελίδα, όπου, στον τίτλο, έγραφε: «ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΘΗ - Ο ΣΑΚΚΟ ΚΑΙ Ο ΒΑΝΖΕΤΤΙ ΕΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΣΑΝ ΧΘΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ - ΑΝΤΙΚΡΥΣΑΝ ΜΕ ΚΑΤΑΠΛΗΣΣΟΥΣΑΝ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ - ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΕΙΣ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ - ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ».
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Σάκο και Βαντσέτι, την οποία αφήσαμε τελευταία. Τον Ιούλη του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αγωνιστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκο και Βαντσέτικατεδικάσθησαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκη, να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους - «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι»26. Η αμερικανική αστική τάξη μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη. Πότε, όμως; Τότε που δεν την έχει κανείς ανάγκη, παρά μόνον η ίδια.
Πηγές:
1 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης - Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 167-168.
2 Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα - Η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 97-98.
3 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης - Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 169.
4 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ - Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 371-373.
5 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο - Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 29.
6 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο - Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 47-48.
7 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 631-632.
8 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ - Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 369-370.
9 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 635-636.
10 Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μόρφωση», τόμος Α`, 1956, σελ. 204-205.
11 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης - Οι μεγάλες δίκες της Ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 164.
12 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ - Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 366.
13 ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σελ. 1.154-1.155.
14 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ - Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 367.
15 Τζόρτζιο Μάντζα: «Ιστορικο-κριτικές σημειώσεις σχετικά με τον συνδικαλισμό που γνώρισαν στην Αμερική ο ΜπαρτολομέοΒαντσέτι και ο Νικόλα Σάκο την περίοδο 1908-1923». Βλέπε στο: Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα - η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 21.
16 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης - Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 166.
17 Εγκον Αϊς, στο ίδιο, σελ. 170.
18 Εγκον Αϊς, στο ίδιο, σελ. 178.
19 ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σελ. 1.159.
20 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ - Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 375.
21 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο - Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 11.
22 «Η Κομμουνιστική Διεθνής: Θέσεις και αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου», εκδόσεις «Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη», σελ. 106.
23 Patric Kessel, στο «Πολιτικά γράμματα: Σάκο - Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 12.
24 Τζ. Μ. Ρόμπερτς «Η νέα εποχή: Η Αμερική στη δεκαετία 1920-1930». Βλέπε στο: ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος, τόμος 3ος, σελ. 1.159-1.160.
25 Τζ. Μ. Ρόμπερτς, στο ίδιο, σελ. 1.160.
26 Ολόκληρη η δήλωση Δουκάκη και τα σχετικά με αυτήν, στο: Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα - η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 200-203.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε για το σχόλιό σας