Πλησιάζει η Μεγάλη Εβδομάδα του ορθόδοξου Πάσχα και μαζί της η πλέον γκροτέσκα και δηλωτική του αδιεξόδου της κοινωνίας μας τελετή, η υποδοχή του «Αγίου Φωτός» στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» με τιμές αρχηγού κράτους.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα το πράγμα σε τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Έγειρα το κεφάλι και το χάζευα σαν την πιο απίθανη παλαβομάρα. Το κόκκινο χαλί, το άγημα, την μπάντα, ένα δεσπότη, έναν αρχιμανδρίτη, τους άλλους ιερωμένους, τον υπουργό ή τον υφυπουργό, βουλευτές εκπροσώπους κομμάτων, τους υπόλοιπους συνοδούς της ειδικής πτήσης προς και από τα Ιεροσόλυμα, τη… νεοελληνικότατη –ούτως ειπείν– κουστωδία και πομπή.
Όταν ένα κομμάτι του πληθυσμού πιστεύει ότι κάπου συντελείται κάποιο θαύμα, ένα κράτος, ένα σοβαρό κράτος, έχει δύο εναλλακτικές. Είτε αποδέχεται την ύπαρξη του υπερφυσικού γεγονότος, εν προκειμένω την εμφάνιση του «αγίου, ιερού και ανεσπέρου φωτός» και εξ αυτού συνεκδοχικά του Θεού, οπότε, θεοκρατικό καθεστώς πια, υποδεικνύει στους υπηκόους του γονυκλισίες και μπρουμυτίσματα, την άκρα ευλάβεια, τις τιμές θέλω να πω που αρμόζουν στον υπέρτατο αρχηγό του σύμπαντος κόσμου, είτε εκτιμά πως πρόκειται για δοξασία ενός μόνο θρησκευτικού δόγματος και δεν επιτρέπει το πράγμα να κοστίσει στο δημόσιο ταμείο δεκάρα τσακιστή ούτε ως τελετή να αποκτήσει κύρος κρατικό – θεσμικό.
Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτό που ονομάζουμε και δημοκρατικό πολίτευμα. Το οποίο αφήνει τις σχετικές μέριμνες στο ενδιαφερόμενο ιερατείο, και εκείνο εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, με δικά του έξοδα, πηγαίνει και έρχεται από τα Ιεροσόλυμα π.χ., κομίζει δείγματα του θαύματος στους πιστούς του. Όπως περίπου συνέβαινε μέχρι το 1988, που το «Άγιο Φως» ταπεινό –κατά πώς ταιριάζει στους αγίους– ταξίδευε με το βαπόρι, έφτανε στην Αθήνα μία εβδομάδα μετά την Ανάσταση. Κι εδώ που τα λέμε, αυτά τα πράγματα έχουν από τη φύση τους το ακαταλόγιστο. Κάποτε φυλάσσονταν σε μοναστήρια φιαλίδια με σταγόνες γάλα από το στήθος της Θεοτόκου ή σταγόνες ορού από το λογχισμένο πλευρό του Εσταυρωμένου, – που θα πρόσθετε και ο Ροΐδης.
Άλλωστε, αν δεν ήμασταν κράτος αμφιβόλου δημοκρατικότητας και αναμφιβόλου φαιδρότητας, οποιοσδήποτε θα καταλάβαινε ότι είναι πράγμα βλάσφημο να υποδέχεσαι τον Θεό με τις τιμές που υποδέχεσαι π.χ. τον αρχηγό της Μάλτας.
Το ορθόδοξο ιερατείο πάντως δεν είναι φαιδρό. Κάνει τους δικούς του υπολογισμούς και απ’ ό,τι φαίνεται βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον λογιστικά σωστούς. Ενεργεί με στρατηγικό στόχο να παραμείνει η εκκλησία δημόσια επιχείρηση, με το προσωπικό και τα έξοδά της καλυπτόμενα από το δημόσιο ταμείο, ένας από τους κύριους στυλοβάτες της κοσμικής εξουσίας. Απειλείται από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, την πραγματική συνταγματική κατοχύρωση της ανεξιθρησκίας, το διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας.
Τα νεοελληνικά συντάγματα, οι καταστατικοί χάρτες του πολιτεύματος, ξεκινούν πάντοτε –το άκρον άωτον του οξύμωρου– με τη φράση: «στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», μιλούν για «επικρατούσα θρησκεία», θεωρούν αποστολή του κράτους την «ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης», για ξεκάρφωμα κάνουν λόγο και για ανεξιθρησκία, – ο Θεός να την κάνει. Δεν είναι άσχετα αυτά με τη γενικότερη νεοελληνική κακοδαιμονία. Το ελληνικό κράτος υπήρξε δημιούργημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τον οποίο η ελληνική κοινωνία ουδέποτε αφομοίωσε.
Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που απελευθερώνει το άτομο από την κοινωνία. Με τη θεσμοθέτηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων και τη διάκριση των εξουσιών. Καμιά πλειοψηφία δεν μπορεί να διεκδικήσει για τα μέλη της διακρίσεις σε βάρος των μελών εκείνης ή της άλλης ομάδας της μειοψηφίας.
Υπάρχουν Έλληνες πολίτες ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι ή άθεοι. Πώς βιώνεται από έναν καθολικό Συριανό, για παράδειγμα, το «ελληνισμός και ορθοδοξία», η σταθερή συσχέτιση πολιτείας και ορθόδοξης εκκλησίας, τα χαράτσια και οι φόροι που πληρώνει και που μερίδιό τους γίνεται μισθοδοσία των ιερέων της «επικρατούσας», όχι των ιερέων του δικού του δόγματος, που τα παιδιά του όπως κι ο ίδιος παλιότερα εξαιρούνται από το μάθημα των θρησκευτικών, περιπλανώμενα σε άλλες αίθουσες ή μόνα στην άκρη του προαύλιου; Ή τι σημαίνει για έναν μουσουλμάνο Έλληνα πολίτη η κωλυσιεργία να δοθεί η άδεια για ένα (αριθμητικώς: 1) δικό του τέμενος στην πρωτεύουσα της χώρας; Όσοι βιώσαμε τον αποκλεισμό, την αρνητική διάκριση, ξέρουμε τι λεπίδια είν’ όλ’ αυτά.
Οι κοινωνίες που δεν κατανόησαν τη νεωτερικότητα, όπως η νεοελληνική, δεν αντιλαμβάνονται ότι η ελευθερία είναι η προϋπόθεση όχι το επιστέγασμα της ανάπτυξης. Για τον απλούστατο λόγο ότι, αν δεν απελευθερώσεις τα άτομα, δεν μπορείς να διευρύνεις την κατανάλωση. Δίχως κατανάλωση, δεν έχεις παραγωγή. Νομίζουμε πως αρκεί να ρίξουμε στην (ανελεύθερη) αγορά χρήμα, και θα ακολουθήσει η ανάπτυξη. Λάθος. Πάλι θα υπάρξει μεγέθυνση κυρίως, πάλι φούσκα, και πάλι κάποια στιγμή αργότερα θα χρειαστεί να ξεφουσκώσουμε επώδυνα.
Είναι ένα φασαριόζικο κομμάτι της κοινωνίας μας που φωνάζει: είμαστε Έλληνες, χριστιανοί ορθόδοξοι, ετεροφυλόφιλοι, σύζυγοι, πατεράδες, και άρα είμαστε εμείς που δικαιούμαστε τα αγαθά της χώρας μας, του κράτους μας. Λάθος. Καμιά από τις προηγούμενες ιδιότητες δε συνεπάγεται αυτόματα κάποιο επιπλέον δικαίωμα. Όλοι οι νομοταγείς πολίτες είναι (πρέπει να είναι) ίσοι και δικαιούνται (πρέπει να δικαιούνται) ανάλογα με το πόσο συμμετέχουν στην παραγωγή του πλούτου.
Κάτι τέτοια απλά πράγματα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε αυτό τον καιρό, και είναι φυσικό τα πολιτικά μορφώματα όπως τα ξέραμε σταδιακά να διαλύονται, αλλά και δυστυχώς όσο αραιώνουν τα παραδοσιακά πελατειακά δίκτυα των πολιτικάντηδων, τόσο να πυκνώνουν τα ακροατήρια στους κυριακάτικους άμβωνες, οι οποίοι ήδη αναδεικνύονται σε οπισθοφυλακή της υπανάπτυξης. Από εκεί, όλο και περισσότερο από εκεί, όπως και από τα ενδυναμωμένα λόγω της κρίσης πολιτικά άκρα, θα εξαπολύονται οι εθνικιστικές κορόνες και οι μύδροι ενάντια σε Δύση και Ευρώπη, όσο και ενάντια στον ορθό λόγο, τη λογική.
Η ελευθερία δεν είναι εύκολη επιλογή. Θέλει λογική, θέλει πραγματισμό, δε θέλει ιδεολογίες ή ηθικολογίες. Θέλει και αρκετή τόλμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε για το σχόλιό σας